Απέδρασε η ευτυχία
και μ'έριξε στο κελλί της
κλείδωσε και τη πόρτα.
Σφιχτά κρατώ τα σίδερα
με ιδρωμένα χέρια,
το πρόσωπό μου ανάμεσα στα κάγκελα.
Μακριά,που την βλέπω,τρέχει.
Στο ένα χέρι της το κλειδί
στο άλλο η άκρη του φουστανιού της.
Ντυμένη ολόλευκα,
ξυπόλητη,
πάνω από τη γη,
αέρινη είναι.
Κι'γω που νόμιζα
ήμουν φύλακας!
Παρασκευή 14 Μαΐου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου