Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Παραμύθι.(Ο Μιχάλης και οι κούτες του)

Μια φορά κ'έναν καιρό
ήταν ένα παιδί,
ένα μεγάλο παιδί.
Ενας ενήλικας αθώος.
Είχε σχέδια
ήθελε τη μοίρα του να προλάβει.
Το όνομά του, Μιχάλης.
Ο Μιχάλης αποφάσισε να κάνει ενα μεγάλο ταξίδι
από τον βορρά στο νότο
όπου ζούσε ένας γέροντας σοφός.
Να ρωτήσει για τη ζωή του και να πάρει απαντήσεις.
"θα΄ χεις μαζί σου μόνον ότι πραγματικά αγαπάς και θάρθεις εδώ"
του'χε πει ο γέροντας(υπήρχαν κινητά).
Ετσι σε τρεις κούτες, ο Μιχάλης έβαλε:
Τα όνειρά του ,τις αξίες του και το όραμά του.
Ξεκίνησε μίαν αυγή, καβάλα σ'ένα άλογο ,με μια καρότσα πίσω.
Πάνω της τρεις κούτες.
Ενα πανωφόρι
καλά τον σκέπαζε κένα χαμόγελο διάπλατο σ όλη τη διαδρομή.
Δεν πρόλαβε καλά- καλά να φτάσει κοντά στη θάλασσα ,μερικά χιλιόμετρα
από το σπίτι,
συναντά έναν εύσωμο άντρα.
"Σε παρακαλώ , πάρε με μαζι σου
χρήσιμος θα σου φανώ"
Οκ, έλα ,στριμώξου κοντά στη κούτα...."
Λίγο πιο κάτω ένας αδύνατος φώναζε να τον πάρει κοντά του,
γιατί αλλού δεν είχε
που να πάει.Δεν χωράγανε..
άνθρωποι είναι!
Η κούτα μπλουμ κάτω στο δρόμο...
Πέρασε ώρα,λίγο ψωμοτύρι ο Μιχάλης που είχε, το μοίρασε
να φάνε.
Μια τσιγγάνα παρακάτω
έρημη
μ'ένα βιολί στο χέρι τον γοήτευσε ..
την ανέβασε στη καρότσα.
Μουσική έπαιζε και ένα παιδάκι τυφλό στη επόμενη γωνία
ήταν η αιτία οι κούτες να πεταχτούν για να κάτσουν όλοι!
Ο Μιχάλης κατσούφιασε, σκέφτηκε πως ο γέροντας
δεν θα του ερμήνευε τίιποτα αφού πια κούτες δεν είχε.
Σ΄όλη τη διαδρομή δεν μίλαγε,
στεναχωρεμένος αλλά ήσυχος,
κάποτε (που σουρούπωνε) έφτασε στον νότο.
Το κεφάλι σκυφτό στον γέροντα μπροστά.
"Ηρθα, μα δεν έχω μπαγκάζια,τα πέταξα
για να ανεβάσω αυτούς τους δυστυχισμένους"
Ο γέροντας χαμογέλασε και είπε:
"Μιχάλη,αυτή είναι η περιουσία σου!
Διαφορετικότητα δεν είδες,
νοιάστηκες ,συμπόνεσες
γοητεύτηκες.
"Ελα,
αύριο είναι μια
άλλη μέρα!


Και ζήσαν αυτοί καλύτερα
από μας...

1 σχόλιο: