Συνάντησα την Σύλβια Πλαθ χειμώνα.Το σπίτι ήταν ζεστό.
Με υποδέχτηκε στην τραπεζαρία,συνήθιζε να κάθεται εκεί σταυροπόδι
όταν δεν έγραφε.Φορούσε μπεζ φόρεμα τα πόδια της λεπτά.Μύριζε λεμόνι.
Δύο αχνές μαύρες γραμμές eyeliner στα βλέφαρά της τόνιζαν
τους ευτυχώς όχι ακόμα καθαρά σχηματισμένους μαύρους κύκλους της.
Ηταν όμορφη!
«Ωραίος καιρός σαν Ανοιξη»μου είπε.Ναι της απάντησα,ενώ αυτή έριξε
το κεφάλι πλάγια κοίταξε προς τα κάτω και αριστερά με παγωμένο χαμόγελο
για δευτερόλεπτα,υπό γωνία έπειτα με κοίταξε ξανά στα μάτια.
«Γράφεις νομίζω»με ρώτησε.Ναι δεν ξέρω..όχι…
Δεν ήταν η ώρα μου ,η δικιά μου ώρα,σκέφτηκα.
Ξεστόμισα είσαι αυτοκαταστροφική,δύο παιδιά έχεις έναν άντρα,τι άλλο θέλεις!
Γέλασε δυνατά μετά από 3 ώρες συζήτησης μαζί μου περί ανέμων και υδάτων
αφήνοντας την κούπα με το τσάι δίπλα στη δική μου.
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι για τα παιδιά,όμως με απορία φώναξε.
«Εναν άντρα;Μόνο για την αναπαραγωγή σένα κλουβί να τον βάλω
και ας μην κελαιδά.Ξέρεις πόσες κοιτάζει;
Θα υπογράψω το διαζύγιο όπου νάναι…επίσης
να σου πω δεν είμαι αυτοκαταστροφική,μην το ξαναπείς»
Δεν έδειχνε σίγουρη για τίποτα από τα δύο.
«Ο πατέρας μου μ’άφησε όταν ήμουν πολύ μικρή ξέρεις…αυτή η έλλειψή του..»
Δεν έδειχνε να τόχει ξεπεράσει.
Το τσηριχτό του παιδιού μας ξεσήκωσε.Τρέξαμε στο δωμάτιο του
το μπουκάλι με το γάλα είχε σφηνωθεί στα κάγκελα μαζί με τα δαχτυλάκια του!
Φορούσε πυτζαμάκι εμπριμέ με ζωάκια ποντικάκια και σκυλάκια ζωγραφισμένα
επάνω.
Καθόταν οκλαδόν με τα ποδαράκια του ανοιχτά ,όπως όλα τα μωράκια,
σε στάση λωτού!
Μουτράκι γλυκό,κλαμμένο σχεδόν αποκοιμήθηκε,όταν εγώ ξεσφήνωσα
το μπουκάλι γεμάτο ακόμα,κέτσι δύο σταγόνες λεκιάσανε το λευκό σεντονάκι
της κούνιας.
Κόκκινες φευγαλέα τις είδα!
Βαδίσαμε στο σαλόνι,βούλιαξε στην πολυθρόνα της,δύο ζάρες
ζωντάνεψαν στον λαιμό της.
«Να σου διαβάσω το ποίημα μου Αυπνος φαλλός;»
Μα…ψέλισα,Aυπνος σκέτο δεν είναι;
«Οχι μην ακούς κανέναν,να το θυμάσαι κανέναν,αυτοί οι εκδότες πετσοκόβουν
Όχι σκέτο ,όχι»
Εβαλε το χέρι της ανάμεσα στα πόδια ,όπως όταν κρυώνουμε ,ένωσε τα γόνατα,
άνοιξε τις γάμπες(όχι πια άλλο σταυροπόδι)και με το άλλο χέρι επιδέξια
τράβηξε το χαρτί από τη γραφομηχανή.
Χωρίς στόμφο η σιγουριά ,σχεδόν ψιθυριστά σαν να μην ήθελε νακούω,
άρχιζε να διαβάζει.
-(Τοκεφάλι του είναι ένας μικρός χώρος από γκρίζους καθρέπτες.
Κάθε χειρονομία δραπετεύει ακαριαία σε ένα σοκάκι
Από συρρικνούμενες προοπτικές και η σημασία του
Στραγγίζεται σαν νερό έξω από την οπή στην άλλη άκρη
Ζει εκτεθειμένος σε ένα ξέσκεπο δωμάτιο.οι γυμνές σχισμές των ματιών του
Πέτρωσαν ορθάνοιχτες
Στο ακατάπαυστο αστραποβόλο πετάρισμα των καταστάσεων)-
Είχε αυτοκτονήσει η Σύλβια Πλαθ όταν εγώ την συνάντησα
κυλώντας λες και φορούσα ροδάκια στα πόδια,σαν Ρωσίδα χορεύτρια,
στο τούνελ του χρόνου με την πλάτη γυρισμένη στο μπροστά
καρφωμένη στο πίσω!