Πέμπτη 2 Αυγούστου 2012

To θέρος.

 Τιτιβίσματα ανθρώπινα
πολύβουο το καράβι.
 Ο ήλιος το λούζει
 τ΄αγκαλιάζει η θάλασσα.
 Εγώ μένω στεγνή και μόνη.
 Σ΄ένα καλύβι με αγρούς, μακρυά
χωρίς γαλάζια νερά,
 η ψυχή μου κολυμπάει στο καφέ χώμα της γης,
που τα χέρια σου κάθε μέρα παλεύουν,
 το θέρος!

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Δύο ήλιοι.


Δύο ήλιοι. Ο ένας ψεύτικος χωρίς άρωμα σε μια γλάστρα πλαστική κοσμεί το μικρό, σκοτεινό(κατά τα άλλα καλόγουστο )διαμέρισμά μου. Ταιριαστός με τη πόλη κί'ό,τι εκφράζει αυτή. Ο άλλος αληθινός ψηλός, υποστηλώνει την ντομάτα μας, τα φασόλια μας που όλοι μαζί, συνεργάτες,εθελοντές, φυτέψαμε. Ταιριαστός με τη φύση φωτίζει τα όνειρά μας σκιάζει τα πάθη μας για μια άλλη ζωή στη φύση με αυτάρκεια κι΄ό,τι εκφράζει αυτή...

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Παραμύθι.(Ο Μιχάλης και οι κούτες του)

Μια φορά κ'έναν καιρό
ήταν ένα παιδί,
ένα μεγάλο παιδί.
Ενας ενήλικας αθώος.
Είχε σχέδια
ήθελε τη μοίρα του να προλάβει.
Το όνομά του, Μιχάλης.
Ο Μιχάλης αποφάσισε να κάνει ενα μεγάλο ταξίδι
από τον βορρά στο νότο
όπου ζούσε ένας γέροντας σοφός.
Να ρωτήσει για τη ζωή του και να πάρει απαντήσεις.
"θα΄ χεις μαζί σου μόνον ότι πραγματικά αγαπάς και θάρθεις εδώ"
του'χε πει ο γέροντας(υπήρχαν κινητά).
Ετσι σε τρεις κούτες, ο Μιχάλης έβαλε:
Τα όνειρά του ,τις αξίες του και το όραμά του.
Ξεκίνησε μίαν αυγή, καβάλα σ'ένα άλογο ,με μια καρότσα πίσω.
Πάνω της τρεις κούτες.
Ενα πανωφόρι
καλά τον σκέπαζε κένα χαμόγελο διάπλατο σ όλη τη διαδρομή.
Δεν πρόλαβε καλά- καλά να φτάσει κοντά στη θάλασσα ,μερικά χιλιόμετρα
από το σπίτι,
συναντά έναν εύσωμο άντρα.
"Σε παρακαλώ , πάρε με μαζι σου
χρήσιμος θα σου φανώ"
Οκ, έλα ,στριμώξου κοντά στη κούτα...."
Λίγο πιο κάτω ένας αδύνατος φώναζε να τον πάρει κοντά του,
γιατί αλλού δεν είχε
που να πάει.Δεν χωράγανε..
άνθρωποι είναι!
Η κούτα μπλουμ κάτω στο δρόμο...
Πέρασε ώρα,λίγο ψωμοτύρι ο Μιχάλης που είχε, το μοίρασε
να φάνε.
Μια τσιγγάνα παρακάτω
έρημη
μ'ένα βιολί στο χέρι τον γοήτευσε ..
την ανέβασε στη καρότσα.
Μουσική έπαιζε και ένα παιδάκι τυφλό στη επόμενη γωνία
ήταν η αιτία οι κούτες να πεταχτούν για να κάτσουν όλοι!
Ο Μιχάλης κατσούφιασε, σκέφτηκε πως ο γέροντας
δεν θα του ερμήνευε τίιποτα αφού πια κούτες δεν είχε.
Σ΄όλη τη διαδρομή δεν μίλαγε,
στεναχωρεμένος αλλά ήσυχος,
κάποτε (που σουρούπωνε) έφτασε στον νότο.
Το κεφάλι σκυφτό στον γέροντα μπροστά.
"Ηρθα, μα δεν έχω μπαγκάζια,τα πέταξα
για να ανεβάσω αυτούς τους δυστυχισμένους"
Ο γέροντας χαμογέλασε και είπε:
"Μιχάλη,αυτή είναι η περιουσία σου!
Διαφορετικότητα δεν είδες,
νοιάστηκες ,συμπόνεσες
γοητεύτηκες.
"Ελα,
αύριο είναι μια
άλλη μέρα!


Και ζήσαν αυτοί καλύτερα
από μας...

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Πολυθρόνα.

Αδειο το σπίτι.
Σκληρή η επιστροφή.
Παρελθόν μυρίζει.
Δεν έχει κρύο νερό να πιώ,
πίνω καυτά τα δάκρυά μου.
Ξεραμένα τριαντάφυλλα,
μπροστά από τη φωτογραφία
μικρού παιδιού,
θυμίζουν
την ζωή με νόημα που έζησα.
Σέρνω τα βήματα.
Ανοίγω τα παράθυρα ,λίγο,
ίσα να μπει φως.
Οι γλάστρες έξω, με δυσκολία ζουν..
Τι περιμένεις σένα μπαλκόνι;
Εγώ ,που έζησα τους κάμπους,τους ουρανούς,
τα πέλαγα, τους αετούς και τους τεράστιους ήλιους!
Πως πεταμένη
σ'ένα κλουβί θ΄ ανασαίνω;
Σε μια πολυθρόνα βυθίστηκα
ο πόνος μ'έλιωσε.
Σκιά του άλλοτε φωτεινού ευατού μου έγινα.
Σαν να μίκρυνα.
Η τοσοδούλα του παραμυθιού είμαι,
σε νούφαρο κύλησα.
Γυρίζω
γύρω -γύρω
σαν σε καροτσάκι χταποδιού στο λούνα παρκ!
Ατσάλινος μανδύας η ράχη της πολυθρόνας
στην ράχη μου.
Κουκίδα, κουκιδίτσα , χάθηκα.
Η πολυθρόνα- φέρετρο
άδεια,
κι ας υπάρχει άνθρωπος.

Καλημέρα Αττίλα.

Καλημέρα Αττίλα.

Αυτό που κάνω
είναι μια μικρή επανάσταση.
Ζω στον τόπο σου,
πατώ το ιδιο χώμα που πατά ς κεσύ
ψάχνοντας τροφή.
Σχεδόν την ιδια ανάγκη έχουμε,
μόνο που εγώ
όταν την φέρνω στο τραπέζι μου,
την απολαμβάνω δυό φορές, αφού ξέρω
από που προέρχεται!
Από
τα χωράφια μας,
Αττίλα.
Καλλιεργώντας τα
με καλούδια. σκαλίζοντάς τα και ποτίζοντάς τα με νερό.
Τα υπόλοιπα (αφου έχω φάει) (λίγα αφήνω )
τα έχω για σένα
η πάνε στη αυλή μου.
Ετσι δημιουργώ οργανική λίπανση.
Ποτέ δεν πετάω αποφάγια με μπουκάλια μαζί η πλαστικά η χαρτιά.
Το πρωί, με τα κοκκόρια,
φεύγω να σηκώσω με σχοινί τα αγγουράκια.
Το βράδυ,
έχω την πιο ωραία μουσική.
-Ει ,μ΄ακούς;-
Αυτή της βαθειάς ησυχίας και της απεραντοσύνης της νύχτας.
Αφησα πίσω μου το σινεμά.
Και;
Εχω τα αστέρια κάθε βράδυ.
Τα
γυμνά μου πόδια δυνάμωσαν
και δεν εχω ανάγκη το αυτοκίνητο.
Πάω παντού με τα πόδια.
Δεν γράφω..
τι πειράζει;
Υπάρχει πιο ωραίο ποίημα
από τη φύση του θεού;
Α!
Λίγα από αυτά που βγάζω
από τη γη,
το πουλάω η τα δίνω σε άλλους και αυτοί μου δίνουν
πίσω, δικά τους προϊόντα
πχ φρούτα ,κρέας ,κρασί.
Τι βγάζω;
Ντομάτα,ας πούμε.
Κάνω σάλτσα. Είμαστε δέκα,
από τον τόπο σου
για να την κάνουμε,
"έφεδροι"... χαχαχα.
Τα δυό μου παιδιά,η κόρη μου και ο γιος μου
τώρα ειναι καλύτερα.
Μ'ενα ποδήλατο όλη μέρα.
Τα μάγουλά τους κοκκίνησαν.
Ο δάσκαλος τους ,ξέρεις,
βοήθησε
στην ντομάτα.
Ετσι είμαστε εμείς εδώ.
Μια παρέα.
Καμμιά φορά κοιτάω,
( ξεχασμένο κειμίλιο,)
στην τηλεόραση ,
τους πολιτικούς.
Ξεθωριασμένοι αστείοι ηγέτες.
Γελάω,
καταλαβαίνεις,
τους έχω ανατρέψει!
Εχω ξορκίσει το κακό!
Είμαι τόσο μακρυά.

Καληνύχτα Αττίλα!

ΥΓ.
Ο Αττίλας(εγώ τον ονόμασα) είναι ο πιο άγριος ,απλησίαστος
βαριομούτσουνος αλλά και γλύκας,γάτος του χωριού.
*
.

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011

Με ακροβάτη.

Δεν λυσσομανούμε στην άκρη της γης,
ούτε φοράμε κελεμπία σε αραβικό χορό
να τέρψουμε την πληθώρα μας.
Δεν παραβιάζουμε τους κανόνες μας
γιατί έτσι επιθυμούμε,
ούτε γνωρίζουμε να ξεμακραίνουμε
κράζοντας τα πλήθη.
Δεν κρατάμε σκυλίσια στα δόντια
την απόδειξη χρέους,
ούτε ανάβουμε τα φώτα.
Δεν στυλιζάρουμε το ποιόν μας
σε κάδρα και ορθοδοξίες ειδότες
εικόνων που άλλοι πιο πριν ζωγράφισαν,
ούτε αναλογιζόμαστε να σταματήσουμε την νεροποντή.
Δεν μισούμε τις καταιγίδες τα απόνερα και την απανεμιά,
ούτε όταν κρυβόμαστε.
Μόνο ακροβατούμε σε τεντωμένο σκοινί
με ακροβάτη
που κάτω δεν έχει το δίχτυ
στου κόσμου τα τσίρκα.

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Ενας γεωργός.

Αφού λέω
πως τρομάζω
να υπηρετώ την ποίηση,
τούτο τουλάχιστον
ας κάνω.
Να περιγράψω μια μέρα λύτρωσης
στη φύση,σ'ένα τέμπλο!
Ελκει το χώμα,το τραβά,
σχεδόν επιτακτικά,
γυρίζουν στρογγυλές,ζωντανές
οι "ερπύστριές" του
και οργώνει τη γη!
Οι σύγχρονοι,θα το πουν τρακτέρ.
Οδηγός του ένας γεωργός.
Ημίθεος καβαλάρης
αφού ταίζει τους ανθρώπους!
Χίλιες κουρούνες(καρακάξες)
χαρέμι του,
ψάχνουνε ποντίκια,
πίσω του ακολουθούν.
Μοιάζουνε γλάροι,
πίσω από καράβι, σε πέλαγος, ταξιδιάρικο.
Η αλυσίδα της ζωής...
..δεν έχω άλλα λόγια..

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

Ποτέ δεν βγήκε τίποτα με το κλάμα.

Ποτέ δεν βγήκε τίποτα με το κλάμα.
Συντρίμμια,έλεος.
Η μέση βάρυνε,
κουτσαίνεις άνθρωπε.
Ενα στήριγμα δεν έχεις.
Ανόητε,
ανόητα και τα λόγια σου,
τραγούδι ακούς,
μόνος μένεις,
κι'ακούγεσαι παντού.
Η δυστυχία σου απλώνεται
και κρύβεσαι γι'αυτό.
Οπου νάναι
απελευθερώνεσαι.
Γράφεις
απαγγέλεις.
Μπαίνεις στα σπίτια παλαιών ποιητών
και σε μια γωνιά κουρνιάζεις...

Φωτιά και επανάληψη..

Τόσες εικόνες
τόσοι ήχοι,
απεφόρτισαν την ψυχή μου.
Ανάλαφρη σηκώθηκε
από τη σκοτεινιά της
και είδε φως,
την ομορφιά της ζωής που λείπει
στη κόλαση του πλήθους.
Κορμοί δέντρων,
χώμα μοσχομυρισμένο από βροχή
πουλιά με τιτιβίσματα χειμωνιάτικα,
χνούδι πλούσιο γατιών,
κοκόρια να λαλούν,σαλιγκαράκι
στο παράθυρο σπιτιού, κάποιου ,κάποιου μακρινού χωριού.
Φωτιά και επανάληψη.
Τα τσουφ και τσαφ και τσαφ
σπίθες γιορτινές,
αγάπης προσμονές
(στη σόμπα καίγανε πουρνάρια).
...Εφυγες όμως μια μέρα νωρίτερα
και χάθηκα
εκεί,
χωρίς εμμονές...

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

Πενθώ.

Πενθώ,

τρέχουν τα δάκρυα,

ξεπλένουν το παραμύθι.

Δράκος του

η πολυπλοκότητα

που τάχατες κυβερνά

κέμείς ξεδιαλύνουμε.

Ενώ απλά,

κλειδωμένη

η αγάπη βασίλισσα

ζητάει ποιητές...

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

Η ζωή μιας άλλης.

Nομίζεις φοράει μαύρη περούκα.
Τα μαύρα γιαλιά όμως είναι σίγουρα
να μην φαίνονται τα δάκρυά της.
Βγαίνει στον ήλιο
χαμογελαστή.
Πείθει θριαμβευτικά
για την ευτυχία της.
Περπατάει στην άκρη του πεζοδρομίου,
χίλιες φορές και άλλες τόσες
ιδρώνει
μέχρι να φτάσει στο μαγαζί.
"θάχει κόσμο"σκέφτεται.
Πρέπει να αγοράσει και
μπουσκοπαν για τους πόνους..
Δεν έχει δουλειά
μήνες τώρα,
δεν έχει γραφείο αναπαυτικό
με τα τηλ/να της ,τον καφέ της,
δεν έχει τις web συνδέσεις της.
Ελεύθερη βαδίζει
κάτω από το σπίτι της,
είπαμε μέχρι το μαγαζί,
για ένα απορρυπαντικό,ένα πακέτο τσιγάρα,
τόνο κονσέρβα.
Αυτά θέλει να αγοράσει.
Ενα πεζοδρόμιο διαφορά
από τό βουβό διαμέρισμά της.
Παραπάνω δεν γίνεται!
Τόσα μπορεί
μονάχη και έρμη!
"Ηλίθιοι όλοι σας"
φωνάζει
όταν ανοίγει τη τηλεόραση..γυρνώντας πίσω.
(Δύο ορόφους, αλλά είχε πάρει το ασανσέρ).
Το αστείο δε,
ότι από ποιήτρια
μπορεί να περάσει
στο πεζό.
Συνεχίζεται...

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

Μα δεν χρειάζονται.

Κ'έτσι που σιγοκλαίς,
εσύ η υπερήφανη η δυνατή,
εκείνος τι καταλαβαίνει;
Εχει αυτιά ν'ακούσει;
Μα δεν χρειάζονται.
Ψυχή αρκεί
στο σιγανό θλιμμένο ήχο
να σπαράξει!
Κάθε του τέλους έρωτα
μεγάλο δράμα έχει.
Λίγο πενθείς,
λίγο τρελλαίνεσαι,
κι'όλα ξανά απ την αρχή.
Χρόνος ο πανδαμάτωρ
λένε οι παλαιοί.
Τώρα,
κάτω από μια τρύπια στέγη,
ο τοξοφόρος
κουρασμένος ξαποσταίνει.

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

Θέλω να ζήσω.

θέλω να γεράσω μακρυά από τη πόλη,
με τους μαύρους τοίχους,
τις λερωμένες τέντες,
τα μικρά παράθυρα
τους μεσοβέζικους κήπους.
Να γεράσω,
χωρίς το θόρυβο,
τους τσιμεντένους δρόμους,
και τον μολυσμένο αέρα.
Απλησίαστα τα κιτρινιασμένα πρόσωπα
να είναι,
οι χημικοί άνθρωποι
με τα γραβατωμένα σώματα,
τους τεράστιους χαρτοφύλακες
που φέρουν την πολυτέλεια του περιττού,
την ασημαντότητα του δήθεν πολιτισμού!
Εξω από την παγίδα της ταχύτητας
να γεράσω ,
σε θάλασσα,
που τα φύκια της
ξανθά χαιδεύουν τα πόδια
και γεννούν ψωμί ,
τα στάχυα.
Θέλω να πεθάνω σε μια καλύβη
πάνω σε στρώμα από σανό
γύρω μου τα χνώτα των προβάτων
και των μικρών αρνιών,
η τελευταία ζεστή κουβέρτα μου.
Θέλω να ζήσω
κοντά στον ξεχασμένο μας θεό,
τη φύση!

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010

Αγαλμα.

Στο θόρυβο του ήλιου

αποκοιμιέται η χαρά μου.

Αγαλμα,

τα αποκαλυπτήριά του

δεν θα γίνουν ποτέ.

Βλέπει στον ύπνο της

τη βραδινή φωτιά,

ολόγυρα τους θυμωμένους έρωτες

τις περιπέτειες των ανθρώπων χαμογελαστές.

Βλέπει

τον κάμπο ολόγυμνο,

αψηλό σαν τη θάλασσα

ίσα με το χιόνι.

Η περηφάνια τραβά τη σμίλη της

η καρδιά ακάλυπτη σπαρταρά.

Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Κάμπος.

Δεν μου χρειάζεται
το απέραντο γαλάζιο του νερού
που χύνεται πέρα απτα βουνά,
τους ολοστρόγγυλους λοφίσκους,
τις κοίλες και κυρτές ασκίωτες πλαγιές.
Πάνω τους,αετοί αναπνέουν ουρανό,
μ'ολάνοιχτα φτερά,
και το δικό μου βλέμμα ατενίζει.
Στη μέση τους δε, πιο κάτω ακόμα,
ο κάμπος,επεισοδιακός
αφού αλλάζει χρώματα ανάλογα τις εποχές.
(με αποκορύφωμα το καλοκαίρι, μήνες του θεριστή
και του δραγάτη).

Το απέραντο γαλάζιο των ματιών σου,
μου φτάνει και μου περισσεύει
να κολυμπώ ως τα βαθειά του
για να ονειρεύομαι γλυκά,
όλη με χάντρες,
την ένωση των χωρισμένων κόσμων!

Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

Aγωνίες της ζωής(Persona).

Ολο κλάματα.
Γέμισαν τα μάγουλα νερά!
Τα μάτια βρύση
πρήστηκαν!
Χύθηκαν στα χέρια
που αυτονόητα σκουπίζουν!
Κι'αυτά,
ιδρωμένα από τις αγωνίες της ζωής
μαζί με τα δάκρυα
μπερδεύουν αυτόν που πιάνουν.
Είναι από αγάπη;
Είναι από στήριξη;
Είναι από συγκίνηση και έρωτα;
Κι'αν όχι;
Παίρνεις ένα χαρτί και γράφεις.
Μουσκεύεται
και το μελάνι διαχέει τα πάντα.
Μην ρωτάς,
δεν θα καταλάβεις!
Μια στιγμή πόνου είναι
μέσα στον χρόνο που κυλάει...
Αλλωστε,
με πόνο ερχόμαστε στη ζωή.
Με πόνο γεννά η μάνα.
Με πόνο ο γιος
ρίχνει λουλούδι στο σκάμμα...
Και πόσα ακόμα...
Μελοδραματική γίνομαι,
μου πάει.
Persona,
φέρει την μοίρα της στο πρόσωπό της!

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010

Η γοητεία των πλοίων.

Η γοητεία των πλοίων.
Το δυνατό σφύριγμα των βαποριών,
(μαύρος καπνός σκάλα στον ουρανό),
τσίμπημα στη καρδιά.
Ονειρα μοιάζουν σαν μεταφέρουν...
δραπετέυει ο νους,
δένονται σε λιμάνια.
Επειτα,
πάλι φεύγοντας
λύνονται τα σχοινιά,
χάνονται τα γητειά.
Δεν είναι για πολύ.
Κροσσάρουν τη θάλασσα,
αφρός διακρίνεται.
Κουκίδα η πρύμνη
στα μάτια τα μισάνοιχτα.
Καρδιά και νους,
άδεια...

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

Διαγώνια.

Και τώρα,
περίεργα ακούγεται ο ήχος της καμπάνας
γι'αυτόν που τόλμησε να γράψει ποίηση!
Για τα πεπραγμένα του,τις αλήθειες
και τους έρωτές του να μιλήσει!
Κτυπά χαρμόσυνα η λυπητερά;
Εξαρτάται από τον καλαμαρά,
αν υπήρξε θαρραλέος,
θρασύς η και γελοίος.

Πες,πως αυτός ο κόσμος νέων.

Πες,πως αυτός ο κόσμος νέων,
συναθροισμένος τώρα για χάρη σου
είναι μόνο`
πόρνες.
Καθισμένος σε μια γωνιά
βασανίζεσαι.
Παρουσιάζεται
στην απέραντη αίθουσα
του αγοραίου έρωτα
ολόκληρη
πολύτιμη
η ζωή σου
το έργο σου.
Ντρέπεσαι,
γιατί εκεί οι άνθρωποι
σαν πόρνες είναι
μα πιο ηθικές από ηθικές
(πάντα το πίστευα)
οπότε τι φοβάσαι;
Τη γύμνια σου;
Εγώ δίπλα σου ,
θα σου κρατώ το χέρι,
θα το σφίγγω
και θάναι
σαν να κρατώ ευαγγέλιο
γιατί έτσι έχω το έργο σου,
εγώ, η ηθική
πιο πόρνη από πόρνη,
αφού θα πούλαγα
και τη ψυχή μου στο διάβολο
για λίγη νιότη.

Πέμπτη 15 Ιουλίου 2010

Στέγνωσα.

Στέγνωσα.
Τι άλλο να γράψω;
Οταν δίψασα δεν είχα ποτό
να ξεδιψάσω.
Μα φυλάω λέξεις,
μιλάω...
όχι για πράγματα πούχουν στερέψει!
Εσύ ικανός...
εγώ άνθρωπος
που απόμεινα θυμωμένη
όπως κι'όπως λευτερωμένη.
Οι άλλοι
με θέλουν στάλα,
μα εγώ όλη τη θάλασσα
έχω για ερωμένη.

Αβαταρ.

Κακές σκέψεις κάνω.
Είναι αυτή η αναθεματισμένη εφίδρωση.
Το τέλος μιας πολύβοης νεανικής ζωής
που έβριθε (μηνιαίων) ερώτων!
Θα με ονομάσω άβαταρ,
και το άλλο μου εγώ, γυναίκα.
Απομακρύνομαι,
μια μέρα πιο κοντά στον θάνατο.
Λιγοστεύουν τα πιστεύω μου,
σαν να ήπια το αίμα μου,
και τώρα φοβάμαι
τη μέρα
και την αυγή της.

Φως.

Τι σημαίνει βλέπω;
Αναγνωρίζω τις εικόνες
και τα πρόσωπα;
Τον ορατό κόσμο,
αυτόν, φτιαγμένον από τον Θεό;
Τα ποίηματά του εν σοφία;
Μήπως ό,τι η ψυχή
βλέπει, αρκεί;
Τυφλά τα μάτια ας είναι,
το βάθος της ενόρασης
το μεγαλείο της καρδιάς μας,
με το παραπάνω είναι!
Οταν συναισθανόμαστε
τα μάτια κλείνουμε!
Αυτό λέει πολλά.
Σημαίνει ότι το μέσα φως μας
φτάνει.

barbie.

Η barbie
ξαπλωμένη στο κρεββάτι
κοιτάζει τα χέρια της.
(πάνω κάτω χαιδεύουν το σεντόνι)
Ατάλαντα,κρεμασμένα
πριν,δύσκολα περπατoύσε..
Καμμία σχέση με τη φιγούρα της.
Νωχελικά κουνάεi το πόδι της.
Κουρασμένη από τις αγάπες
τώρα παιδεύται.
Δεν έχει ξεκαθαρίσει
γιατί την πλησιάζουν.
Οπως και νάχει
η συντροφιά είναι
γένους θηλυκού.

Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

Ενα μεγάλο αντίο!

Ενα μεγάλο αντίο
σ'αυτό που με μεγάλωσε,
με δίδαξε,
ας είναι από ξύλο η από πλέξιγκλας.
Μου χάρισε την συνήθεια,
τη χαρά της μονοτονίας,
την καθημερινότητα
που προφυλάσσει από τόσα κακά.
Με πειθάρχησε,
μου έδωσε ζωή με ανακούφιση
αφού κέρδιζα λεφτά
και λεπτά άπειρα από την ησυχία μου
ας έκλεβε.
Οργάνωσε τις μέρες μου,
μου έδειξε το νόημα της συναδελφοσύνης,
τι σημαίνει κόσμος
αφού το ίδιο εκφράζει
μικρή κοινωνία
με διαφορετικούς,μοναδικούς ανθρώπους.
Ασχετα αν με θύμωσε,
με έβγαλε εκτός ευατού
η με αδίκησε,
άλλο τόσο το αγάπησα
το σεβάστηκα,σωστά το υπηρέτησα
και με ωρίμασε.
Ενα μεγάλο αντίο στη δουλειά.
Ενα μεγάλο αντίο στο γραφείο!
Από σήμερα μένει άδειο.
Συνταξιούχος πια, θα λέγομαι.

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Πλαγκτόν.

Αναχώρησα για το αύριο,
σε επινοημένο αεροπλάνο.
Πέταξα πάνω από το Μεξικό,
μ'έναν πόνο λιγότερο δικό μου
(κάτω από την κοιλιά),
σαν σκέφτηκα την κηλίδα
του παραπάνω τόπου!
Εκεί που οι αστακοί,
φθηνοί μέχρι τώρα,
"πλούτισαν"
αφού βαμμένοι είναι
με μαύρο χρυσό.
Νεκροί στα πιάτα του αδηφάγου ανθρώπου.
Στίγμα, που θέλει
γαρνιτούρα τους,αντί για φύκια, το κέρδος.
Το χέρι του σημαντικού ανθρώπου πληγή πάλι,
και του ασήμαντου φωνή
ν'ακούγεται,
ευχής ανατροπή...

Κυριακή 6 Ιουνίου 2010

Αναχάτα τσάκρα--από καρδιάς--(λίγο πάνω από το στήθος,λίγο κάτω από το λαρύγγι,)

Στα σχέδια ενός Θεού
που κρύβεται μέσα μας,
στη μέση του θώρακος,
εγώ βρέθηκα αλλού.
Ζωγράφισα χρώματα,
πίνακες,
μαγείρεψα σαν τη μάνα μας.
Λυτρωμοί
όχι από τα βάρη της μέρας
μα από του κόσμου το ψέμμα.
Αδεια δωμάτια,λίγο φως
κ'ένα παιδί να κοιμάται
με τις σκέψεις του, λυπημένα.
Τι περιμένω,τι προσμένω
ενώ όλοι σιγάτε;
Δεν ξέρω, το ψάχνω
κι'αργοπεθαίνω
αφήνοντας
στα δεκαεννέα κεράκια που σβήνει
χιλιάδες κομμάτια.

Γη.

Μου προσφέρει ζωή
ένα κομμάτι ψωμί,
χρυσάφι,
η ξερή Γη
που πότισα πριν,
χαμογέλασε
μόνο νερό ζήτησε
κι'απλόχερα
έδωσε τα άνθη της.
.......................
Μου λένε,
για τα χέρια μου
πως θα τα κάψει ο ήλιος
το χώμα θα τα μαυρίσει
πως δεν βάζω κρέμα στο πρόσωπο
κι'όμως λάμπει!
Γιατί αγάπησα τη μάνα μου
την αγαπώ πάντα,
απαντώ.
Την τιμώ,
πέφτω στα πόδια της
δεν με νοιάζει που την παρακαλώ.
Χρόνο της αφιερώνω
να σμίξω μαζί της θέλω,
να δρέψω καρπούς!
.............................
Υ.Σ
Ενα λάχανο ξεραμένο
δεν φαγώθηκε
στολίζει το ράφι του δωματίου μου.
Εβγαλε ανθό
αυτοσυντήρησης!

Παρασκευή 14 Μαΐου 2010

Φύλακας.

Απέδρασε η ευτυχία
και μ'έριξε στο κελλί της
κλείδωσε και τη πόρτα.
Σφιχτά κρατώ τα σίδερα
με ιδρωμένα χέρια,
το πρόσωπό μου ανάμεσα στα κάγκελα.
Μακριά,που την βλέπω,τρέχει.
Στο ένα χέρι της το κλειδί
στο άλλο η άκρη του φουστανιού της.
Ντυμένη ολόλευκα,
ξυπόλητη,
πάνω από τη γη,
αέρινη είναι.
Κι'γω που νόμιζα
ήμουν φύλακας!

Πέμπτη 13 Μαΐου 2010

Xειρονομία.

Με τσάκισε η χειρονομία.
Ενώ λύθηκε η σύμβαση
με κέρασε ποτό.
Τσούγκρισε το ποτήρι μου,
το είχε γεμίσει πρώτα,
αδαμάντινες σταγόνες.
"Χώρια οι ήττες,χώρια οι νίκες,
μας δέσανε οι μάχες!"
Τώρα σιωπή.

Τρίτη 11 Μαΐου 2010

Aνάμεσα στα δάχτυλα.

Η μύτη είναι κοφτερή,
λεπτή,
ανάμεσα στα δάχτυλα
πιέζεται δραματικά!
Καρφώνει άδεια,
με εκνευρισμό,
κούφια όπως είναι
τα γεμίζει.
Κάποιες φορές
σηκώνεται μια σπιθαμή
στριφογυρνάει ζαλισμένη.
Τσιγάρο γίνεται
καπνός δεν βγαίνει,
ώσπου κάθετα στοχεύει πάλι,
και τότε βγαίνει αίμα!
Του ποιητή η πένα.

Τρίτη 4 Μαΐου 2010

Aκάνθινη..

..είναι ο τίτλος.
Πρέπει να βρω το ποίημά του.
Δυσκολεύοντας να καταπιώ τη φύση,
προσπέρασμα έψαχνα,
πρότειναν οι βλαστοί της τα νύχια τους.
"Δεν είσαι για εδώ,γιατί ήρθες
να μας καταπατήσεις;"
(αν είχαν φωνή).
Εγδαραν τα χέρια μου,
χλευαστικά στο Χριστό
φορέθηκαν
στεφάνι ..
και του γιου η φωνή ματώνει!
Στη ζωή ,
ακάνθινη δεν είμαι.
Θάπρεπε,
για λόγους του εγώ μου..

Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

Eξίσωση.

Με μαθηματική ακρίβεια
οδεύω προς το τέλος.
(Αφού το προκαλώ)
"Πεθαίνω για σένα!"
Σημαίνει τι;
Θα μπορούσα να δώσω
και τη ζωή μου για σένα;
Αρα η εξίσωση είναι:
θάνατος Α + έρωτας β=Γ Ζωή.:))

Τρίτη 27 Απριλίου 2010

Στο χάραμα ,στο γέρμα.

Τραγούδι ο άνεμος,
τα στάχυα κάνει να χορεύουν,
μουσική το πέταγμα των μελισσών,
πράσινη η χλόη,
φορώντας τα καλά(λουλούδια)της,
ξεσηκώνεται κι' αυτή.
Οι πλάτανοι
ακούνε μόνο
στέκονται,
γιατί είναι γέρικοι!
Στο χάραμα ,στο γέρμα,
η Ανοιξη γιορτάζει πάλι.

Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

Bάθυνε.

Πόσο όμορφο
αυτό το βλέμμα
που χαμογελάει
μετά σοβαρεύει,
κοιτώντας το ταίρι.
Τα μαλλιά ανεμίζουν,
παίρνουν σκέψεις
οι πεταλούδες γύρω.
Κι' αυτό το βλέμμα,
πάλι λέω,
από πάνω προς τα κάτω
στον άλλον
που σηκώνει το κεφάλι (ίδια χαμογελάει και σοβαρεύει)
βάθυνε.

Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

Ετσι είναι ο θάνατος..

Ετσι είναι ο θάνατος..
γι'αυτόν που ζει,
όταν κάτι τελειώνει και σβήνει,
κάποιον χάνει και φεύγει.
Δεν είναι θάνατος
για το θανατωμένο η τον θανατωμένο,
γιατί δεν νιώθουν!
Το είπε ο Μαβίλης, άλλωστε, διαφορετικά.
Θάνατος
είναι υπόκωφο συναίσθημα,
φωτίτσα
που σιγοκαίει τα σωθικά του ζωντανού

Δευτέρα 19 Απριλίου 2010

Κέντημα.

Εξαίσια ζωγραφιά
υπέροχο κέντημα
απίστευτος κήπος,
σαν τότε, των Ολυμπιακών Αγώνων,
που στην έναρξη τους
οι σημαίες όλων των κρατών ενωμένες ,σχημάτισαν!
Πολυάριθμα λουλούδια,δέντρα,
απιδιές
φλωμοί,μελιοί,ροδάμια, ασφάκες κίτρινες,
αγριοκούκια μoβ
κουτσούπια φούξια...μαργαρίτες ροζ.
Οι λάτρεις της τέχνης πίνακα να θαυμάζουν την πλάση!
Πλεκτό στα χέρια
χωρικής νοικοκυράς!
Στην καρδιά της Ανοιξης , στα μέσα του μοσχομύλη Απρίλη
όλα καλόμοιρα ομορφαίνουν..
Καροτσάκι,
(χωρίς ρόδες)
το μισοφέγγαρο σε ουρανό ξεπροβάλλει.
Μικρό παιδάκι πάνω του κουνάει το ποδαράκι,
ψυχή,
χαιρετώντας τον άνθρωπο
και το μεγάλο σπιτικό του!

Τρίτη 13 Απριλίου 2010

Λεφούσι.

Η μοναξιά κτύπησε τη πόρτα.
Κ'είναι χειρότερη αυτή από λεφούσι πόλης.
Οπου συφερτός,κίνηση γύρω,
πρόσωπα ανέκφραστα,
ξεχωρίζουν από τα σώματα
που τρέχουν βιαστικά στο πουθενά.
Τα χέρια σηκώνονται να πιάσουν τα κεφάλια
μα καταλήγουν μπάλα στα πόδια άλλων περαστικών!
Βρίσκεσαι στη μέση,επιστημονικής φαντασίας,ταινίας
βουβής.
Ανοίγει το στόμα,μιλιά δεν βγαίνει.
Κι'αν έβγαινε ποιός θα σε άκουγε;
Αφού η αγάπη χάθηκε σε υπόγειες στοές και υπονόμους!
Τυφλοπόντικας εσύ, τώρα σκάβεις...

Τρίτη 6 Απριλίου 2010

Φύση.

Πράσινη τσόχα
άψογη,
το καθαρότερο πανί,
το ακριβότερο απ'όλα.
Τα πλούτη του κόσμου τούτου
δεν φτάνουνε γι'αυτήν.
Πάνω της,
σειρές ατέλειωτες τα σημάδια (οι μάρκες)
μαύρα, κόκκινα, άσπρα
ανακατεμένα μ'όλα τα χρώματα του ήλιου
-για όσους μπορούν να δουν-.
Να ποιά είναι η χαρά ,το κέρδος!
Κρουπιέρης ο Θεός
πάνω από τη φύση!

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Μια μαργαρίτα.

Με αριθμούς ανούσιους
να απολαμβάνουν οι λίγοι,
να δυστυχούν οι πολλοί,
μπερδεύτηκα και
με μπερδέψανε
σήμερα το πρωί.
Χάθηκα ανάμεσα σε μερικούς
βολίδα κατά πάνω μου άλλοι.
Τους έπιανα στον αέρα
τους έβαζα στη σειρά,
μα πεταγόντουσαν
και πάλι ,αγριεμένοι
τυλίχτηκαν στο στυλό μου.
Τύφλωναν τα μάτια..
συνέχιζαν το παιχνίδι του κυνηγιού.
Ποια "συμφιλίωση"να φέρω
όταν αφορούν καρχαρίες;
Εγώ σταγόνα ζήτησα
από τη θάλασσα να είμαι.
Μια μαργαρίτα έστω της στεριάς
που το μέτρημά της
μ'αγαπάει ,δεν μ'αγαπάει,
μου ταιριάζει πιο πολύ!

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

Σαν στρατιώτες.

Σαν στρατιώτες διασταυρώνονται τα πλήθη.
Κονταροκτυπιώνται,
οι ξιφολόγχες λάμπουν,
τα σπαθιά καλά ακονισμένα,
τα στέρνα ενώνονται με πάθος.
Ποιος του άλλου το έδαφος
κατακτήσει,η Ιστορία να μιλήσει.
Στ'αληθινά όμως,
όπλα τους, οι σκέψεις είναι,
οι προθέσεις τους και τα οφέλη
από τη πρωτιά,
για τη καταξίωση σε ψέμμα βουτηγμένη.
Απέναντι δύο πεζοδρομίων τα πρωινά
οι άνθρωποι σαν διασχίζουν
κεντρικότατο δρόμο μεγαλουπόλεως
να πάνε στη δουλειά τους,έτσι μοιάζουν!

Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010

Χλωροφύλλη.

Για τους ανθρώπους
που αποφασίζουν στην άκρη του γκρεμού..
..και φύτεψαν ένα δεντράκι,
δίπλα σε "εντελβάις"
γκρίζα μέρα τη γκρίζα μέρα
το πότιζαν,
απέναντι με τα θεριά
που ο ήλιος
τάιζε τη χλωροφύλλη τους..
αυτών που δεν είχαν δει
τη χαράδρα,
και αν την είχαν,
έφτιαξαν κρεμαστές γέφυρες
πλαστικές!

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

Ο χρόνος είναι σχετικός.

Ιδια η διαδρομή της επιστροφής
μ'αυτήν του γυρισμού.
Στην πρώτη όμως βουρκώνεις
στη δεύτερη γελάς.
Καταλαβαίνεις ποια φαίνεται
ατελείωτη
πια να κοντεύει.
Ο χρόνος είναι σχετικός,
ανάλογα με την αδημονία για κάτι
η με αυτό που ήδη ξέρεις
συνήθισες να κάνεις.
Τ'αστέρια με ακολουθούν
αφού ψηλά κοιτάω
απωθημένα μου δεν τάχω.
Οταν πίσω βρίσκομαι,
τι κρίμα
έχουνε χαθεί.
Η μέρα του μόχθου μου λάμπει.
Η χαίτη μου ίσια φέρνει
το άρωμα της πόλης.
Ανέμελη στην επάνοδό μου.
Πιο χωματένια εγώ από ποτέ,
με γήινη μυρωδιά,
του σπόρου ντοματιάς, των κρίνων,γιασεμιών,
όλων αυτών
την μάνα τους αγκάλιασα,
γι'αυτό,
νιώθω,
σαν να έχω γιάνει!

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Την Ανοιξη και κάθε Ανοιξη.

Την Ανοιξη,
στολίζεται με ανοιχτόχρωμα ρούχα,
τινάζει το αδιάβροχο της
και το τοποθετεί στο ντουλάπι
που δεν φτάνει χωρίς σκάλα.
Αρωματίζεται με καινούργιο άρωμα
οσφραίνεται την μυρωδιά του,
κ'ένα χαμόγελο,
πολλά χαμόγελα μάλλον
πλαταίνουν στο μελαγχολικό πρόσωπό της.
Αποφασίζει να κάνει γυμναστική
να ξαναβρεί
την μνήμη το σώμα,
την καλλίγραμμη μνήμη του.
Σε λίγους μήνες θα φορέσει στενά ρούχα
θα περπατήσει με άλλον αέρα στην παραλία
σιγοτραγουδώντας.
Την Ανοιξη,
ελπίζει, πάλι
θα βρει τον μεγάλο έρωτα της ζωής της.
Τηλεφωνεί στις ξεχασμένες φίλες της
...έναν καλό λόγο έχει να πει..
Νιώθει,
πως ένα από τα επόμενα βράδια
ένας κύριος
ένας άνδρας,
(ο πρίγκηπας του παραμυθιού της)
σε μια γωνία θα την περιμένει.
Θα την πλησιάσει,
και θα της πει
πόσο αγαπάει την ποίηση!
Με χίλια ερωτόλογα
θα την συνοδεύσει σπίτι.
Διαθέσιμη αυτή,
θα του το επιτρέψει.
Ας είναι το αντικείμενο του πόθου του
ας πλανάται,
δεν την νοιάζει.
Την Ανοιξη,
δραπετεύει από τη πόλη
τρέχει στην εξοχή
μαζεύει αγριολούλουδα.
Θα σκάσει στα γέλια
γιατί θα έχει εικόνα φαντασίας
πως στολίζει με αυτά
το ψάθινο καπέλο της
σαν ηρωίδα μυθιστορήματος,
ενώ απλά θέλει
μισά από αυτά,
να τ'αφήσει στον τάφο των γονιών της.
Το κουδούνι του αδελφού της
μετά κτυπάει.
Προσφέρει τα υπόλοιπα αγριολούλουδα
τον αγκαλιάζει
λέγοντάς του
πως είναι άδικο,
αμαρτία
να μην μιλιώνται
για ένα οικόπεδο,
καιρό τώρα!
Την Ανοιξη
και κάθε Ανοιξη
ξαναγαπάει τον ευατόν της.

Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

Εξόριστη εγώ.

Ούτε οι ποταμοί
όλου του κόσμου,
πόσο μάλλον
μια νταμιζάνα κρασί
δεν μπορούν
να πνίξουν τον καημό
για έναν χωρισμό.
Δάκρυα πέφτουνε βροχή
στεγνώνει ο ουρανός,
μαξιλάρι μου της νύκτας μαλακό!
Τ'αστέρια του σβήστηκαν
στο πρόσωπό μου,
στα ρόδινα ζυγωματικά του.
Αυλάκια με νερό
μετατρέπονται ξαφνικά,
όπου μια οπή,
(μάσκα τραγωδίας)
ολάνοιχτη,
το στόμα μου ρουφά.
Ω!
Εξόριστη εγώ,
ακόμη μια φορά!

Κάθιζε στα γόνατα.

Αυτά τα μάτια
τα ταλαίπωρα
γαλάζια
είναι
όμορφα ακόμα.
Πριν,
τα θυμάμαι
στις αρχές
όταν ο έρωτας
κάθιζε στα γόνατα..
δεν ήξερε να ρίξει το
βέλος του..δίσταζε.
Μια βέρα χάρισε,
από την αδελφή του την άρπαξε
λέγοντας:
"βουτήξτε στα βαθειά"
"Υπάρχει ,συγγενής μου είναι,εξ αγχιστείας(μα δεν μιλάμε)
λέγεται ασφάλεια!

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

Εγείρουν τον θάνατο.

Εγείρουν τον θάνατο οι σιωπές,τον κάνουν φίλο.Φτυστή η κατάρα τους, με τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μου!
Ενώ, χαμηλόπαιζε το ράδιο
δίπλα του γείτονα,
κρητικές μαντινάδες
για τη χαρά του Αδη,
οι σιωπές ακόμα πιο βαριές
ήσαν.
Το τραγούδι βγαίνει
από την τραγωδία,
έτσι εξηγείται
η παύση!

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

Μύρισε Ανοιξη.

Μύρισε Ανοιξη!Πόσο πιο απλά από αυτό,μπορώ να ξεκινήσω,να μιλήσω για την αύρα του καιρού γύρω μου,τις μυρωδιές στο μπαλκόνι(καθώς άπλωνα τα ρούχα) με συνοδεία παιδικής ανάμνησης,κάτω από τη σκάλα της ταράτσας ,κοιτάζαμε λοξά, τον ξάστερο ουρανό;
Δεν φοβόμασταν τίποτα,
αδέλφια όλοι,
όχι μόνο εμείς, Ιουλία.
Μοιάζαμε σε όλα,
ολόφτυστοι δίδυμοι
μιά καρδιά με πρόσωπο
όλο γωνίες!!
Η γειτονιά έσφυζε
από τις φωνές μας.
Παίζαμε κρυφτό,
σχοινάκι
και στρατιωτάκια
αμίλητα ακούνητα
αγέλαστα!
Στη μπόρα βγάζαμε
το κεφάλι
να μας λούσει η βροχή
τα γόνατα ματωμένα
από τα "μήλα".
Ετσι μάθαμε τη ζωή
(το καταλάβαμε μετά)
δίχως άλλο,αργά τη νύχτα
μας περίμενε ένα πιάτο βαθύ σούπα
η χόρτα με ψάρι
πλούσιο τραπέζι κυριακάτικο
από τη μάνα μας
που πόναγε
να μας μεγαλώσει!
Μύρισε Ανοιξη
στο ανώφλι του Χειμώνα.
Ρυτιδούλες απλώνονται
φιδάκια
αφού, αυτή τη εποχή ξυπνάνε!
Μην ανησυχείς, Ιουλία
όλες οι εποχές έχουνε χάρη.

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Αδάμ και Εύα

Ολόγυμνοι,
γιατί εκεί
είναι η ουσία!
Χωρίς φτιασίδια,
μόνο η αίσθηση
η απόλυτη κυριαρχεί,
πνεύμα παραδείσου
(έτσι είναι ο παράδεισος)
δύο
μπλεγμένοι στη φύση!!
Ο όφις παραμόνευε..
και στον άλλον κόσμο
τον επίγειο,
εις τετραπλούν
πενταπλούν και βάλε.
Αυτός
έντυσε
τον άνδρα
με Αρμάνι
τον έκανε μπάρμαν
με χίλια δολλάρια τη μέρα
αφού επιδέξια έπαιζε
τα μπουκάλια,
και πότιζε
εκλεκτούς θαμώνες.
Με Μπέρμπερι
και γόβες ψηλοτάκουνες
την γυναίκα
να λικνίζεται
σε ρυθμούς
ντίσκο
στο στούντιο πενήντα τέσσερα.
Περιμένει
εν τω μεταξύ
τον
μπάρμαν
τον καλόν της
να σχολάσει
από τη δουλειά
το μεροκάματο
χλιδάτης ασχολίας..
Ετσι για να λέμε,
να προβαλλόμαστε
να κρύβουμε
την αλήθεια
που δεν θέλει περιττά,
κατσκευάσματα,
τερτίπια
το "φαίνεσθαι"
για να είναι οι άνθρωποι
ευτυχισμένοι.
Αδάμ και Εύα.

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

Η διαδοχή.

Ετσι θλιμμένη κάθομαι,
αφού τον ήλιο
η δυνατή βροχή διαδέχεται.
Ωρες πριν,
η ευτυχία τα στήθη φούσκωνε.
Λόγια έρωτα
στα χείλη σαν τριαντάφυλλα,
τα σώματα δύο
με μία ψυχή εντελεχή
και κόσμος όλος μόνον αυτά,
ζωγραφίζαμε οι δυό μας
να βλέπουν και οι άλλοι.
Η διαδοχή .. μελαγχολική
όπως πάντα,
στόματα βουβά χωρίς γλώσσα
και σώματα κούροι
(από το κούρο σίβα
θαλάσσιο ρεύμα )
θα έλεγα,
διασκεδάζοντας την θλίψη
που ξέρω τόσο καλά
σαν να την έχω γεννήσει.
Μύγδαλο πικρό
η ματιά μου
βλέπει το όνειρο,
ταιριασμένου ζευγαριού,
να χάνεται ,να σβήνει.

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

Μότσαρτ

Δακρύβρεχτη
ασπάζομαι την μουσική σου ιδιοφυία.
Σ'οδήγησε το χέρι του πατέρα
αδιάκοπα(ταξίδευες με Μπαχ και Φίγκαρο)
έπιανε το δικό σου πάνω από το πιάνο
ν'αγγίζεις τις νότες σε D minor.
Συνέθεσες είκοσι όπερες, πενήντα-
εξήντα συμφωνίες,είκοσι σονάτες.
Το ίδιο χέρι είναι αυτό με το οποίο
ο σύγχρονος πατέρας κρατάει το μικρό του,
πηγαίνει βόλτα στη παιδκή χαρά, το συνοδεύει σχολείο,
ρίχνει τη μπάλα στο καλάθι του μπάσκετ.
"Lacrimosa des ille...dona eis requiem amen"
Το τελευταίο σου έργο Χρυσόστομε Γιόχαν Αμαντέους Μότσαρτ.
"Δακρύβρεχτη εκείνη η μέρα..δώσε τους ανάπαυση αμήν"
Σε μας, δώσε για λίγο ησυχία
βαθειά τη νύχτα με το πιάνο σου
όταν θλιμμένοι
από τρανταχτά ανούσια αστεία,
βροντώδη λόγια
διευθυντών,δικολάβων,
ηγετών και εμπόρων,
κουραστήκαμε στην διάρκεια
της σωτήριας μέρας μας
χωρίς τον μαγεμένο της αυλό!
Ποντικομαμμή πολιτική εσύ
πότε θ'αλλάξεις;

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

Περίβλημα.

Δεν έχω πλούτο
αλλά πάθος.
Οταν το νικώ
είναι πλούτος
όταν όχι
φτώχια.
Παλινδρομώ,
παραπέω ανάμεσα
σε δύο τείχη.
Πατώ σε μία γραμμή,
τρίχα θα έλεγα,
προς στιγμήν
ισορροπώντας.
Βυθίζομαι στην
αυτολύπησή μου.
Κρατώ στους ώμους μου
-σαν άλλος αδελφός του Προμηθέα-
το περίβλημα
ενός αίσιου πλανήτη
(αφού ακτιβιστές θα σώσουν).
Είναι δύσκολος ο δρόμος του ωραίου.
Αν σταματήσω να μιλώ
θα σωθώ;

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Διαβολάκια της Παρασκευής.

Η ζωή μετράει
στην αυλή σχολείου,
έξω, στα πεζοδρόμια,
συνάθροιση μεγάλη.
Σφίζουν οι δρόμοι,
οι τάξεις,
κατάμεστες
οι αίθουσες,
τσιρηχτό,
φωνούλες παιδιών.
Ζεστά πανωφόρια
στα κορμάκια τους,
σκουφάκι στο κεφάλι,
αγουροξυπνημένο το πρόσωπάκι τους..
και πάνω από τα διαβολάκια
στον τοίχο του διαδρόμου των συναντήσεων
γονέων και κηδεμόνων,
δασκάλων αναποφάσιστων,
αν θέλουν να είναι
λειτουργοί
η υπάλληλοι,
η εικόνα του Χριστού.
"Αφήστε τα παιδιά να έρθουν προς εμέ
και μην τα εμποδίζετε
γιατί τούτων είναι η Βασιλεία του Θεού"
Αφήστε τα παιδιά
να "φύγουν"
από εμάς,
θα λέω εγώ..
"Ελα, μια μέρα είναι..θα περάσει"
λέει μία μαμά στο παιδί της!
Ελα, μια ζωή είναι ..
θα πω εγώ.

Κουτιά.

Ατέλειωτοι καημοί,
χιλιάδες τα παράπονα,
οι λύπες,οι χαρές οι πόθοι.
Ετσι όπως ατένιζα την πόλη
από μπαλκόνι ρετιρέ
στην βίγλα μου,
έκανα τις εικόνες σκέψεις.
Μικρός ο ορίζοντας
τοίχοι ξεθωριασμένοι,
ταράτσες άκομψες
κεραμίδια λίγα.
Κεραίες στοιβαγμένες
και δορυφόροι πιάτα,
ταμπέλες φωτεινές
(κοιμίζουν τα μυαλά)
κάτι χαμόσπιτα με όνειρα
λίγο παραπέρα.
Κι'όπως η γόπα έκαιγε
το δάχτυλό μου,
φάνταζε ίδια η αντίθεση
αυτής της ζεστής μέρας
μέσα στον χειμώνα,
με τα μικρά κουτιά
μεγάλες εντός τους
...οι ιστορίες...

Απόσταση.

Και να'θελα να γράψω
για την απόσταση
που χωρίζει δύο νέους ερωτευμένους
(αμιλλώνται για τη τύχη τους)
..τώρα δεν μπορώ..
Πλημμύρισε η ψυχή
από συναίσθημα
(όπως τους έβλεπα)
η καρδιά με ρυθμούς γοργούς χτυπάει
ο νους αλλαξοπίστησε,
μέ όνειρα τρελλαίνεται!
Βυθίστηκα στην σιωπή!
Αφήνω,λοιπόν,
σε ποιητές μεγάλους
να μιλήσουν για τον έρωτα,
που ξέρουν καλά
την ξεχωριστή του γλώσσα!

Εγώ δεν ξέρω.

Ο καθένας γνωρίζει
πότε μπορεί να απωλεσθεί
από Κύριον
(εγώ δεν ξέρω)
φαντάζομαι,
όταν συμβαίνουν αυτά:
Φέρνει χαμόγελο
στα χείλη μικρών παιδιών,
δάγκωμα, ωστόσο,
στο στόμα ενός εφήβου
η ενήλικα
που πριν χασκογελούσε.
Δεν περιμένει..Αγαπάει
(μόνο από την μοναξιά του
το Ρήμα γίνεται παθητικό!)
Δεν αυθαδιάζει ..ξέρει να συγχωράει
νιώθει πως δικαιώνεται
έχοντας γαλήνη μέσα του
κόντρα σε κάθε τι σκοτεινό.
Τα βράδια πριν κοιμηθεί
είναι αληθινά αθώος,
κρίθηκε με δικαστή
την ασκημένη του συνείδηση.
Απολαμβάνει τη φύση,
στην όποια λεπτομέρεια της,
σαν να είναι κάτι σπουδαίο και τρανό.
Χαίρεται τα έργα της
σαν νάναι και δικά του,
μάρτυρες για τα λάθη του δεν έχει,
τα μονόγραψε στη δίκαιη διαθήκη του
τα τοποθέτησε στα ράφια φοβισμένος,
ν'ανακαλύψουμε πόσο ωραίος ήταν
μετά τον θάνατό του(όπως λέει ο Ρίτσος)
και φυσικά
να μην αποφαίνεται
σαν ηθικοπλάστης!

Απομόνωση.

Η εσωτερική απομόνωση
μετράει στον ποιητή.
Η άλλη,
που θέλει
να τον ξεριζώνει,δήθεν,
σε βουνό μονάχο
ν'άγναντεύει την θάλασσα
το πέλαγος το άγριο,
τα σκουριασμένα φορτηγά πλοία,
βοηθάει στο έργο του,για λίγο!
Ποίηση είναι τα παραπάνω από μόνα τους,
ανήκουν σε όλους που αναβλέπουν!
Οταν μονάχος μένει (ο ποιητής)
στον έγχρονο κόσμο,
χάνει τον χρόνο του,
στο σημείον μηδέν ,το δικό του,
ορίζεται.
Τίποτα δεν ενώνει
παρελθόν παρόν και μέλλον.
Ολα,
στέκουν μπρος
σε μια πραγματικότητα,
συναρπαστική, η μη, της ποίησής του!

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010

Το express του μεσονυκτίου.

Μπαίνω
από την μπάρα σιγά,
μόλις που φώτιζε η μέρα.
Τα σύννεφα του ουρανού πολλά
μοιάζουν σκουφί Θεού.
Και αυτή,μπορεί και αυτός
φιγούρα του express του μεσονυκτίου
έξω από το μεγαθήριο,
το γιάλινο,
το κτίριο φυλακής,
με σκυμμένο το κεφάλι
τα μάτια(γιάλινα κι'αυτά)
στο δάπεδο καρφωμένα,
μου θυμίζουν την ταινία!
Στο χέρι το πλαστικό ποτήρι με καφέ
η τελευταία γουλιά..
κι'ένα τσιγάρο στο άλλο..
Βαρυποινίτης,
πριν μπει μέσα στο γραφείο
για να σφραγίσει τα χθεσινά χαρτιά
που άφησε στη μέση,
ολόιδιος!
Μαζί και άλλοι
στον κύκλο από τρελλούς,
δεν υπάρχει σωτηρία...
γύρω,γύρω
στην αίθουσα όλοι -προαυλισμού-
Πλήρωσα ακριβά
την ντρόγκα
που λέγεται μισθός
με ισόβια!
Αριστερόστροφα θα πάω
τον δεσμοφύλακα θα καθαρίσω
και θα δραπετεύσω!
Ολέ
στους μεγάλους ερωτικούς!
Την σύνταξη
την ελευθερία
τον θάνατο

Στην Σύλβια!

Ασημένια τα δάκρυα σου,
όπως και η σημασία του όνοματός σου.
Σε καταράστηκαν οι Θεοί
-όνομα και πράγμα-
οι κατ'εικόνα και καθ'ομοίωσιν σου
να ζήσεις δράμα.
Τον χαμό του γιού σου.
Μ'ένα σκουφάκι στα μαλλιά
γαντάκια μάλλινα στα χέρια
και μ'ένα τιμόνι ,που κράταγε,
δίτροχου εργαλείου,
(ολημερίς και ολονυχτίς
σικτίρω
η ιδια καβαλάω
νομίζοντας
χρόνια και χρόνια
τώρα,
του γιου σου
κλέβω την ελευθερία)
ήρθε εκείνο το πρωινό
να σου σιγοτραγουδήσει
τραγούδι στο αυτί
για να σε ξεκουράσει
από τις υπογραφές.
Μα έκλεισαν τα μάτια του
στον δρόμο της επιστροφής
για πάντα,
στην άσφαλτο
μπροστά μου!
Αμοιρη μάνα
με το τραγούδι του στην καρδιά
και ασημένιο στόμα
περιφέρεσαι τώρα.
Κλάψε τον!
Βάλε τα πένθιμά σου!
Σφράγισε την πόρτα σου
και τα παράθυρά σου!
Δεν ζεις ούτε εσύ.

Δαβίδ!

Στους ρυθμούς της πόλης
η καρδιά μου δεν χτυπά.
Σε λειμώνες με ασφόδελους..
και ξεχασμένους τόπους
κτύπησε δυνατά.
Τώρα
σιγή..
η φύση
νεκρή κοίτεται
στους δρόμους
του τσιμέντου.
Πλακώθηκε από βουητό αυτοκινήτων
και φορτηγών.
Εναντι των ψηλών κτιρίων
είναι Δαβίδ!
Εχει σωριαστεί..
με μόνη ελπίδα
την δάφνη
να δρέψει εαυτήν,
να ξεπροβάλλει
σε πλακόστρωτο χωριού..

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Απόλλωνας και Δάφνη!

Καθόντουσαν με λυγισμένα μέλη,
στα χέρια τους είχαν λάχανο και τυρί
για τροφή.
Φάνταζαν ευτυχισμένοι
εκεί στις όχθες
του "πατέρα" Λάδωνα.
Η ησυχία μίλαγε,
το κελάρισμα του νερού.
Τα στόματά τους ήσαν κλειστά
άνοιγαν όταν κατάπιναν
το νέκταρ τους...
μπάλες από χρυσό,
σαν τα πιθήκια!
Εφερναν στα χείλη τα παραπάνω
λάχανο και τυρί!
Απόλλωνας και Δάφνη!
Ωστόσο
την ερωτεύθηκε
την άγγιξε
και εκείνη παρακάλεσε τον πατέρα της,
για να γλιτώσει από τη ατίμωση,
να την μετατρέψει σε δέντρο...
..χωρίς δεντρογαλιές..
..τριγύρω..
η θεά Δήμητρα να λούζεται,
η Αρτεμις να κυνηγά,
ο Πάνας με την νύμφη Σύριγγα
..να φτοιάχνει φλογέρα
και η Αφροδίτη με τον
παράνομο εραστή της Αρη
δίπλα!

Φύλλωσε.

Στένεψαν τα όρια μου,
μοιάζουν
κορμός δέντρου
που γύρω του
τυλίχτηκε δεντρογαλιά.
Κισσός η ψυχή
φύλλωσε!
Οποιος δεν αναπνέει
δεν έχει ορίζοντα,
η όρια να θέσει
(το ίδιο είναι)
όταν τα θέτουν άλλοι!
Μαζεύω ότι απόμεινε
απο τον κλοιό,
δεν εισπνέω, εκπνέω,
τα λάθη μου φίδια
κόβουν την ανάσα.
Κισσός ξεφεύγω
πορεύομαι
προς τα πάνω.
Οποιος πρώτος
σφίξει τον άλλον
νικητής!

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Πατερούλη.

Πατερούλη
εκεί που είσαι
βλέπεις
τις γραμμένες σελίδες μου;
Χαίρεσαι
που η κόρη σου
ξεδιπλώθηκε
στα χρόνια που την άφησες μόνη;
Το αόρατο χέρι σου
συντροφιά
στο κρυφό ημερολόγιο της.
Στα όνειρα της
ζέστα εσύ
στον ήχο της σημασίας των λέξεων της.
Ξέρω τι σκέπτεσαι
όπως παλιά..
μια ανοιχτή αγκαλιά
θα είχες και τώρα.
Πατερούλη
αχ
να μπορούσα
να ενώσω τους δύο κόσμους
έστω για ένα λεπτό
να δω
τι βρήκες μετά..
τι αφήνω πίσω!

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

Πληγές.

Οι πληγές είναι,
σαν τα ξύλα
με τις χίλιες τρύπες από καρφιά.
Κόκκινες μολυσμένες,
σαράκι στο ανθρώπινο δέρμα.
Είναι,
μπόρα που σούφρωσε τη γη
δεν την άφησε να ανθίσει.
Λόγια από δόντια
που τρίζουνε ολημερίς.
Σπασμένο τζάμι
σε πλούσιο σπίτι
-με φόρα από το εσωτερικό του
ένα χέρι πέταξε πέτρα-
Οι πληγές είναι,
σαν τους κακούς ποιητές!

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2009

Κρατούσε όνειρα.

Δεν έχω Α4 να ζωγραφίσω.
Σε χάρτινη σακούλα από s.market
γεμίζομαι.
Δεν είναι τσάντα με όνειρα,
(αφού βαριά την νιώθω)
ενώ της μικρής ξανθιάς
που περπατούσε στο πεζοδρόμιο μου
απέναντι,
ελαφριά την βλέπω!
Αρωματισμένη ήταν
φιλήδονη
μ'ένα κινητό στο αυτί
από όνειρο.
Πανέμορφη βάδιζε.
Στην βραδυνή της τσάντα
κρατούσε όνειρα
στα πλουμιστά μαλλιά της
όνειρα
στα προσεγμένα νύχια
όνειρα
στο φρέσκο δέρμα της
όνειρα
και προπαντός
στις ψηλοτάκουνες
θορυβώδεις
γόβες της.

Επαναλαμβάνω.

Οι αδυναμίες μου
θα με σκοτώσουν.
Ούτε ο θάνατος,
η η ταχύτητα,
ούτε κεραυνός θεού.
Επαναλαμβάνω
το ίδιο λάθος.
Δεν ελέγχω το γέλιο μου.
Κλαίω όταν βλέπω ταινίες.
Χίλιες φορές τα ίδια λόγια,
χίλια συγνώμη.
Γυμνή σ'ένα κρεββάτι..
Στα μάτια κοιτάζω τα παιδιά
αθώα παραμένω.
Να ονειρεύομαι,δηλαδή,
επί ματαίω..

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

Για τα καράβια.

Για τα καράβια έγραψες
για πουλιά και γλάρους.
Εδώ στην καμπίνα
κατεβαίνεις
να φτιάξεις την διαδρομή
στον χάρτη.
Μια νιτσεράδα είχαμε!
Ποιος θα την πρωτοβάλει;
Την άφησες,
κολύμπησες στα βαθειά..
όπως και στη ξηρά..
ίδιος θα ήσουν φτιαγμένος
να δίνεις την ομπρέλα σου!

Zωντανή.

εγω αυτήν ψάχνω
και δεν την Θέλω
για να την κρατήσω
να την ζυγίσω
να την πουλήσω
να την δανείσω
εδώ και εκεί
να την διαπραγματευτώ
να δω
αν είναι ωραία
φτωχιά η πλούσια
να την χειροκροτήσω
να γελάσω μαζί της,
έπειτα στάχτη στη θάλασσα
να ρίξω,
να την σκορπίσω.
Αυτήν Θέλω,
και ας μην προλάβω
ας με τυλίξει να με πνίξει,
ζωντανή
την αγάπη.

Ευεπίφορος.

Ευεπίφορος στην τρέλα!
Μανία που την έχω
όταν ακούω
βαρύγδουπες λέξεις
να γράφω χαλαρά..
σχεδόν με έκπτωση!
Ετσι,
στο θέμα "Σταύρωση"
όταν οι άλλοι έγραψαν
για το μαρτύριο του ανθρώπου
στην καθημερινή του ζωή,
για μια κυρία
που "σταυρώθηκε"
έγραψα,
επειδή απεκαλύφθη
είχε δώδεκα εραστές
(παράθεση στους δώδεκα μαθητές).
Στο θέμα "Σ'αγαπώ"
ένα βράδυ
πήρα depon.
Στο "θάνατος"
ένα πρωί
αντιπαρέταξα
το γέλιο
μέχρι θανάτου..

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2009

Καλαθένιο καβούκι.

Τι γράφεις; Ποίηση;
Το υϊοθετημένο μου παιδί, που λέω εγώ
βρήκα έξω από την πόρτα μου
ήσυχo να κοιμάται στο καλαθένιο καβούκι του
ανοξίδωτο που δεν είναι;

Δεν έχει Σάρα για μαμά ούτε Ωραία Ελένη!

Γονείς του δεν είμαστε εμείς αλλά οι προπάτορές του-
κι'αναφερόμενοι,
ενθυμούμενοι αυτούς, λύνουμε την "προγεγραμμένη βία"!

Να κατοικώ στο χτες.

Μην μ'αφήνεις,Θεέ μου
να κατοικώ στο χτες,
ούτε στο σήμερα,
βαρύ είναι επίσης.
Μια κατασκήνωση στο αύριο, δώσε μου.
Μια μικρή σκηνή,ίσα να χωράει το κεφάλι
να με ξυπνάει η αυγή, το χάραμα.
Μέσα στη φύση
στα ξερά χόρτα
τους θάμνους που δεν ψήλωσαν
τα κυκλάμινα
και τη θάλασσα
που κυματίζει αγριεμένα
πήγαινέ με!
Εγώ,
με τον παλμό μου,
μ'ένα μαγικό ραβδάκι
αυτό που κουβαλάει
την συμπόνια μου
κάποιες αλήθειες
και γύρω μου πουλιά παιδιά
που μ'ακολούθησαν,
θα τα αλλάξω όλα!

Ταλαίπωρα χέρια.

Ταλαίπωρα χέρια
της γιαγιάς μου,
αχνά θυμάμαι,
κρατούσε παραμύθι
με αυτά
τα βράδυα
να με νανουρίσει.
Η απαλότητα τους
μου κλεινε τα μάτια
ήσυχα όμως!
Ροζιασμένα τα ίδια
της αγρότισας
με το μεγάλο χαμόγελο
ευθεία με κοιτούσε
μου πρόσφερε ματσάκι χόρτα
να τα πάω στη πόλη.
Μ'ένα τσιγάρο στο αριστερό χέρι
ο δημοσιογράφος
με επιμονή στο δεξί
βιαστικά,νευρικά
αλλά και με επίγνωση
αναδεικνύει την αλήθεια
τα σωστά κοινά..
στο λευκό χαρτί του.
(όχι στο κίτρινο η οποιοδήποτε χρώμα)
Με το στυλό στο στόμα
για να αποσύρω τα τελευταία
κομμάτια τυριού
που έπεσαν από το ταψί,
σ'αυτό ψήνεται η πίτα μου,
κοιτώντας τα χέρια μου
τα κουρασμένα από τον χρόνο,
έφερα τις παραπάνω εικόνες
στο νου!

Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

Με ακροβάτη.

Δεν λυσσομανούμε στην άκρη της γης,
ούτε φοράμε κελεμπία σε αραβικό χορό
να τέρψουμε την πληθώρα μας.
Δεν παραβιάζουμε τους κανόνες μας
γιατί έτσι επιθυμούμε,
ούτε γνωρίζουμε να ξεμακραίνουμε
κράζοντας τα πλήθη.
Δεν κρατάμε σκυλίσια στα δόντια
την απόδειξη χρέους,
ούτε ανάβουμε τα φώτα.
Δεν στυλιζάρουμε το ποιόν μας
σε κάδρα και ορθοδοξίες ειδότες
εικόνων που άλλοι πιο πριν ζωγράφισαν,
ούτε αναλογιζόμαστε να σταματήσουμε την νεροποντή.
Δεν μισούμε τις καταιγίδες τα απόνερα και την απανεμιά,
ούτε όταν κρυβόμαστε.
Μόνο ακροβατούμε σε τεντωμένο σκοινί
με ακροβάτη
που κάτω δεν έχει το δίχτυ
στου κόσμου τα τσίρκα.

Αντίκρυ.

Πως να καθίσω αντίκρυ σου
αναπαυτικά,
οταν έξω -έξω στο κάθισμα..(η τελευταία μοίρα του σκελετού ακουμπά)
δυσκολεύομαι να σου μιλήσω;
Το χέρι σου που κρατά την πένα τη μουσική η την άλλη..
λόγια μισόλογα μου παίρνει
και σφραγίζει με κερί
τα υπόλοιπα που υπάρχουν!

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

Καουμπόηδες

Αφησέ με
να σε βοηθήσω.
Δεν είσαι ανάμεσα στους διάσημους
αλλά ανάμεσα σε αυτούς
που θα θυμάμαι.
Πήραν το τρένο για την άγνωστη ήπειρο.
Από το παράθυρο
κοίταζαν ανθισμένα λιβάδια,
ζέβρες έτρεχαν δίπλα τους,
καουμπόηδες.
Ακούμπησαν την πλάτη τους στο κάθισμα,
κάλυψαν τα μάτια τους με το καπέλο τους
με χαριτωμένη κίνηση
σχεδόν γυναικεία,
χαλάρωσαν, όχι για πολύ…
και ονειρεύτηκαν
ποτάμια στην Αφρική
μεγάλες κρισάρες να κρατούν
σαν να ήταν ντέφι,
πως..
ξεδιαλύνουν διαμάντια με τα λασπωμένα
χέρια τους
που δεν διανοήθηκαν να ξεπλύνουν
σαν τον Πιλάτο.
Πως…
δεν πολέμησαν.
Ερωτεύτηκαν.
Είχαν στο στόμα τους
τη λέξη Μάνα,
σταυρώθηκαν χίλιες φορές
κι όταν άνοιξαν τα μάτια
από το δυνατό φως
στο βάθος του τούνελ
στο τέλος της διαδρομής..
είχαν ορκιστεί
στην ακεραιότητα

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

Κεντρική ιδέα

Με τα μάτια ανοιχτά
ονειρεύτηκα
να βάζω τη φωτογραφία του Καρυωτάκη
κάτω από το μαξιλάρι μου
να φιλάω στο στόμα τον Βρεττάκο
να χορεύω με τον Καβάφη
να πίνω τσάι με την Πλαθ
να μου δανείζει το στυλό του ο Πεσσόα!

Σε μια γωνία του τραπεζιού
τρεμόπαιζε ένα κερί-
αφού δεν είχα ρεύμα-
-με δανεικό στυλό-
κατέληξα πως κεντρική ιδέα
του ζωντανού μας κόσμου
είναι η αντίθεση.

Η αλήθεια ξεχνάει το ψέμα
όταν δεν ψεύδεται

Το γέλιο δεν αξίζει χωρίς το δάκρυ

Στο όλα ενέχεται το τίποτα

Ερωτας και προδοσία
είναι πατέρας κόρη

Η ακινησία ίδια με την ακατάπαυστη ροή.

Αναστέναξα για να πάρω θάρρος!
Η γάτα ανοίγει τις κόρες της για να δει στα σκοτάδια.

Εγώ,
στο δικό μου σκοτάδι αποφάσισα
πως πρέπει-θέλω
να λειτουργώ
στο φως!

Μάτια

Ομορφα μάτια γαλανά πρασινωπά
που οι κεντήστρες
πλέκουν σε καμβά, σταυροβελονιά,
η κλωστή να ορίσει (νήμα,εσάρπα,σχοινί)
τι βλέπουν!

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

"Ταραγμένες ψυχές"(Πεζό ποίημα)

Στην τάξη ένα παιδί γεμάτο φορτίο
ψάχνει να βρει τις λέξεις.
Θέμα του "οι ταραγμένες ψυχές"
του Αγγελου Τερζάκη-
αρετές του βιβλίου.
Σκυμμένο
στο ξύλινο τραπέζι με τα γαλάζια του μάτια
προς στιγμήν υψώνει το βλέμμα
ονειρεύεται θάλασσα.
Θέλει να φύγει να πάει εκεί!
Ανέμελα στα νερά της να παίξει!
Συνέρχεται..
ο δάσκαλος
με αυστηρότητα τον κοιτά
κιαυτό αγωνιά να βρει ζυμωμένες τις φράσεις.
Στην πίσω σελίδα
με μολύβι κτίζει το σχέδιο.
Λέει"Δεν πρέπει να σκίζουμε τα βιβλία
στο τέλος της σχολικής χρονιάς, δεν πρέπει
είναι βέβηλη πράξη-
είναι
Μας προσφέρουν γνώση ,πίστη, ελευθερία,
τα βιβλία είναι ανοιχτό παράθυρο
στον κόσμο-
είναι ένας πολύτιμος φίλος
όταν οι άνθρωποι μας έχουν προδώσει."

Ταραγμένη ψυχούλα,

είσαι εσύ
στο μένος της κοινωνίας που σε ανάγκασε
για δήθεν καλύτερο μέλλον
στο ξύλινο τραπέζι να ακουμπάς τώρα,ιδρωμένος
να καρδιοχτυπάς,να αποδείξεις
πως ξέρεις το θέμα
και δύο σελίδες ολοκάθαρες να γράψεις.
Θέλεις να σπάσεις το τραπέζι,να σκίσεις τη κόλλα
ν'ανοίξεις τα φτερά σου ,απ'το μπαλκόνι της τάξης να πετάξεις
στον γαλάζιο ορίζοντα
της ψυχής σου
σε θάλασσα που δεν ξεβράζει σάπιες σανίδες,
μόνο γοργόνες
έχει
με ξανθά,καστανά η κόκκινα μαλλιά
που ταξιδεύουν
στον έρωτα,
σε μαγικό βυθό γεμάτο κοράλλια,αστερίες
λευκή άμμο και τραγούδι ποιητικό.

"Ζει ο βασιλιάς Κωνσταντίνος;"
Γελάς δυνατά με το υπέροχο στόμα σου
ακούγοντας το όνομα σου.
Παραφράζεις την πρόταση κεσύ.
"Ναι,ζω
και βασιλεύω!"
Βιβλίο δεν έχω ανοίξει ακόμα
όταν
κοντεύω να δύσω
σαν τη μαμά μου-
θα το κάνω!"

Απολογία

Σηκώθηκα χαράματα
αν και ξενύχτησα,
φυλακισμένη σε σκέψεις.
Τα συνηθισμένα…
τσιγάρο ,καφές
στο μπάνιο-
εικόνες
όπως από ταινία αμοντάριστες-όμως
γίνονται σκέψεις.
Σ'άυτόν τον χώρο,το κελί
της καθαριότητας,
έχω
πάρει χιλιάδες αποφάσεις
κέχω
ξεχάσει να τις υλοποιήσω ταυτόχρονα.
Έχω διαγράψει χιλιάδες ανθρώπους
και τους έχω ξαναβάλει στη ζωή μου
επίσης.
Εχω ζήσει το παρελθόν
οραματισθεί
το μέλλον μέχρι την επόμενη μέρα
το πολύ.
Σκέφτομαι:
ούτε κινητό να είχα-
όλα να τα πετάξω
στη θάλασσα
του Πειραιά-
μόλις μια ανάσα απόσταση
από το σπίτι μου.
Ανέσεις απόλαυσα
από μητέρα και πατέρα:-
άνθρωποι της δουλειάς-
είχαν αξίες.
Τώρα
αισθάνομαι καιρό
τίποτα δεν μου ταιριάζει
από τον επιχρυσωμένο κόσμο
της ματαιότητας
της ματαιοδοξίας.
Ένα μηχανάκι παλιό στην αυλή μου
υπάρχει
την μόνη αυλή που έχω
κιόχι κολάκων
αφού
αυτό
κάνει ακόμα τη δουλειά του
ένα καινούργιο δεν μου λέει τίποτα.
Να μπορούσα να ζήσω σε βουνό
μακριά από τα περιττά που τόσο με ενοχλούνε!..
Δεν το κάνω όμως-
θέλω ανθρώπους γύρω μου-
θαύματα δηλαδή:
να μου δείξουν αγάπη.
Μένα φιλί ξεχνάω τα πάντα
και τα ξαναθυμάμαι
όταν σταυρώνομαι στη μοναξιά.
Η μοίρα του ανθρώπου
όταν γεννιέται, σκέφτομαι,
για να πεθάνει,
περνάει
ενσαρκώνεται στο κορμί.
Την ελευθερία ψάχνω
κάθε πρωί.

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

Ενα καράβι.

Στα σκοτάδια
σε μια σειρήνα
π’ακούγεται και φεύγει
ανοίγω τ’αυτιά

Πετάω τα κεριά.
Αέρας της φύσης
προμήνυμα μ' ακουμπά.
Υπομένω

Υπάρχω
για άλλους
παρακαταθήκη
που έρχεται να φέρει γλάρους.

Ενα καράβι
σε ωκεανούς
με σημαία άγνωστη
κυματίζει

θρυματίζει τα λίγα
ανασαίνει τα πολλά.
Σ’ένα κύμα
κοντράρει μονά ζυγά.

Λυκογυναίκα.

Αν η ψυχή
δεν ήταν άυλη,
θά ταν οστά
που τα τυλίγει
τραγούδι λυκογυναίκας.
Γίνοντα σάρκα
σε κάθε θανατό μας
ώσπου
ζωντανεύει
αίλουρος
η ουρά
τεντώνεται
αναπνέει.
Τρέχει
μες το φαράγγι
ακολουθεί
το ηλιοβασίλεμα
σε μέρος κρυφό-
διαλύει
το απλό
ξανασυνθέτει.
Κι αν είμαστε κουρασμένοι
αφού μας έχει δείξει
το βάθος της,
πίδακας
μέχρι
τον ουρανό!

Πιο μεγάλο

Τι είναι Ποιητή πιο μεγάλο
από αυτό που σε κρατάει
σε λυγάει,δεν σε σπάει
σαν άγαλμα;
Μα σαν κλαράκι
όποια στροφή κι’αν πάρει
επανέρχεται!
Ο άνεμος;
Ο έρωτας;
Οι φίλοι;
Η φύση
Το όνειρο το άπιαστο;
Το χώμα;

Αποσύνθεση(Η Παναγία με άλλο μάτι)

Αποσυντίθεμαι..
Εκεί που γελάω
το πρόσωπο σκυθρωπιάζει
μοιάζει να έχει πένθος.
Ολόμαυρα τα ρούχα,
τα αισθήματα.
Δεν έθαψα όμως κανέναν-
απλά απόρησα.
Σάμπως η διαγραφή από Κύριον
δεν είναι, τέλος,τάφος;
Να πας άλλού;
Κόκκινο το μελάνι-γράφω..
Με μπλε διορθώνω.
Μένω
στην σιωπή-
η τηλεόραση ανοιχτή
το βιβλίο μισοτελειωμένο
χαρτιά ολόγυρα
πακέτο τσιγάρα
ακριβό
Κιεγώ
φθηνή
απομένω:
φωνή
σβησμένη πάντα.
Αποσυντίθεμαι..
Οι αρτηρίες φαίνονται,τα νεύρα
οι τένοντες…η σάρκα πέταξε:
"εις χουν απελεύσει"
"Η ανατομία που διαπράττουμε
σκοτώνει"..
Γύρνα στη φύση
Υποκλίσου στη καθολική μητέρα
(Ο Εσσε το έλεγε)
θάχεις πετύχει.

-Μαμά πεινάω!-
Ω γλυκειά μου Ανοιξη!
Ανοιξη μου γλυκύτατη!
Ζάχαρη στις λαθεμένες κόκκινες λέξεις-
τις σκεπάζει...
Οχι τα εισελθόντα ,τα εξελθόντα πρόσεξε!
Δίκιο είχε Αυτός-
Ο ΓIΟΣ θα’ναι στον επιτάφιο
Εγώ όχι.

Κυριακή.

Κυριακή θλιβερή
σ’ ένα σπίτι.
Γεμάτη οργή φαντάζομαι
το αύριο να αλλάζει.
Δύσκολα αυτά που μελετώ..
Κλεισμένη σε ντουβάρια
νιώθω το σήμερα που βράζει:
σε φωτιά,
θάλασσα-
το αίωρο συναντώ.
Ανοίγω πίδακες νερού,
κλείνω του πετρελαίου·
σκέπτομαι,
αισθάνομαι-
τι είναι αυτό που πλημμυρίζει
σβήνει
του κόσμου την οργή;

Χωρίς φύση.

Μια Κυριακή
κρατάγανε στα χέρια τους πουλιά,
πετάγανε
γύρω από τα πράσινα δέντρα.
Μια Κυριακή
οι άνθρωποι
στην εκδρομή,
περπατούσαν
λόφους και λίμνες
φαράγγια.
Αυτήν την Κυριακή
τα πουλιά νεκρά
στα χέρια τους,
πέσανε από γυμνά δέντρα.
Τώρα
μείνανε βήματα
χωρίς φύση
ούτε Θεό!

Θάνατος.

Ασθενοφόρου βούισμα στ' αυτιά μου
ταραχή
στα σωθικά μου τρύπα
πάντα με τάραζε
με τρύπαγε!
Αναρωτιέμαι το γιατί σ’αυτό που ακούγεται
πόνος,γιορτή,πάνε συνάμα.
Αέρας ξαφνικός ξυρίζει τα μαλλιά μου
τα μάτια μου πνίγονται στο δάκρυ
τα χέρια μου τρέμουν,τίποτε να μην κρατώ
να μένουν άδεια..
το αίμα μυρίζει μόνο
γίνεται γάντια,
να δώσω δυνατή γροθιά στους τοίχους..
Τον σηκώνουν
τον τοποθετούν σε κρεβατάκι
μοιάζει μωρού,τόσο μικρό
Εχει κολάρο στο λαιμό
τ’αριστερό του χέρι
στην καρδιά
το πρόσωπο του ήσυχο.
Μην φεύγεις όμορφε!
Μείνε μικρούλη άυπνος-
η μάνα σου θα σε ταίσει
γιαούρτι,γάλα, μέλι
να δυναμώσεις κι άλλο!

Διάολε,διάολε που πας;
Είναι νωρίς ακόμα!
Είναι τόσο αργά!
Δεν υπάρχει Θεός να σμιλευτεί σταυρός
στου τάφου τα χαλάσματα
στα ερείπια της νιότης!

Μόνο ο Ηράκλειτος κάθεται απάνω:
εικόνα φαντασίας,
ντυμένος μάρμαρο
με παλιοσίδερα πλαστκά τιμόνια
καθρεφτάκια
6οοάρας μηχανής!
Η νηφαλιότητα
γραμμή στα χείλια του
κι αναφωνεί
όπως παλιά:
"Ζούμε από θάνατο,
πεθαίνουμε από ζωή"

Νυχτοπούλι

Της νύχτας
νυχτοπούλι
αγγίζει το δάχτυλο.
κράζει
μέσα στη μύτη
στεγνώνει
το αίμα που δε είναι κόκκινο
είναι μπλε:
φύσης
ουρανού
θάλασσας.
Αναπολήσεις μου έφερες
μιλάγαμε
έτσι απλά
με λιγοστά γιατί.
Δεν έχω τη φυγή.
σε σιδερένια πύλη έμεινα
να ονειρεύομαι μέσα από το μελάνι
τον κρυφό ουρανό που υποσχέθηκες..

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009

Τριζόνια.

Ακόμα αμφιβάλλω
για τις εικόνες, το τραγούδι,την ποίηση
όταν χαιδεύονται οι σάρκες και βγαίνουν
από το σφιγμένο τους περίβλημα..

Οργασμός
οδηγεί,στην μετά τον έρωτα,μελαγχολία.
Κιη αγάπη;Υπάρχει;
Γιατί τότε τα τραγούδια θα ήταν αλλιώς:-

Όπως τα καλοκαίρια από νυκτερινές σιωπές
παίρνουν τ’αυτιά τα επίμονα τριζόνια,
ν’ακούν οι καρδιές.

Μέρα με τη μέρα!

Ω Θεέ μου-δεν έχω τίποτα να πω-Στερεύω
μέρα τη ημέρα!
Ανείπωτα όσα συμβαίνουν γύρω μου
χωρίς θορύβους.
Βουβή εικόνα.
Ενας υιός,ένας πατέρας, μία παράταξη,
μια θέση σε τριαδικό τραπέζι...
κι'ανάσκελα κρατώ τα γόνατα,χωρίς δυνάμεις.
Συντρίβομαι
από τον πόνο-
με το ζόρι διπλώνω το σεντόνι
Γιε μου-
Χαλίκι της ζωής αισθάνομαι
που μάζεψαν άλλοι
Πλανιέμαι
ξοδεμένη
σε άδειο γιάλινο μπουκάλι
ίδιο μ'αυτό πού χει χώμα αδελφού από άλλον αδελφό!

Ο οίκος του ανεμοστρόβιλου.

Σιωπή.
Ο οίκος του ανεμοστρόβιλου ηρέμησε.
Ο Ιμερος παραμονεύει στην αυλή του Αγαμέμνονα
με τα τριαντάφυλλα.
Δεν κατέχει δεν ακούει μόνο χαμογελάει.
Τέσσερις
και ο καθένας μια πληγή.
Ούτε το κρέας καλά τεμαχισμένο
δεν τους ενώνει.
Από χρόνα έτσι ήταν..
Ο τρίτος όμως τι χρωστάει;
Οι άλλοι δύο
"δαιμόνιο του είδους"θέλησαν;

Αίλουρος.

Που είναι αυτά που με ζωντανεύουν;
Ενας αίλουρος, ας πούμε,
ανήσυχα,
μέσα στο σπίτι..
Κυνήγι η ζωή μαζί του
γύρω απ'το τραπέζι..
Στις πολυθρόνες χώθηκε
για τα καλά.
Τον ψάχνω στην κουζίνα-
άνοιξε τον φούρνο,
μίλησε για φαγητό.
Τώρα
μεγάλωσε,
άνοιξε τα φτερά του
(και οι αίλουροι έχουνε φτερά)
και πέταξε.
Ησυχο σπίτι-
χωρίς γωνίες-
κανείς δεν κρύβεται.
Ολοστρόγγυλα όλα
μαλθακά.
Με τις φωνές των γειτονόπουλων ξυπνάω.
Δικά μας είναι
κι αυτά τα παιδιά!

Χθες.

Χθες
μου δάγκωσες την κοιλιά
ακόμη βλέπω τα σημάδια.
Η καρδιά μου χτυπούσε.
Σήμερα
μου δαγκώνεις τη ψυχή
το συκώτι πρησμένο.
Η σιωπή είναι αίμα,
βγαίνει από τα σωθικά
που αλληλοφαγώνονται
μόνα τους!

Rotate.

What is that rotating you?
Down the steps of a building?
The soul?
The saved, lost ,damaged self?
Wobbled, there is no safe.
You are hurting,
if i could take your suffer...
only a shadow i am
three words i can say
if i could be you
and you me!!!!

Οι καλύτεροι φίλοι.

Εγώ και ο εαυτός μου
οι καλύτεροι φίλοι.
Πίνω
κρασί,
καπνίζει τσιγάρο.
Γυρίζω το φύλλο
ζωγραφίζω-
μου πιάνει το χέρι..
Κοιτάζω απέναντι στον τοίχο-
γυρίζει το κεφάλι.
Ετοιμάζω φαγητό
και λέει «Πρόσεξε
μην το κάψεις..».
Θα ψηφίσω
με νωπή εντολή-
"Μην το κάνεις" φωνάζει,
"οι ίδιοι πάντα
κι'όχι άλλοι"
Απαντώ στο τηλέφωνο-
το κλείνει.Δεν χαμογελάω..
Μαραζώνω
και μου λέει «Ξύπνα».
"Ελα να συναντηθούμε απόψε"…
Μα
χωρίσαμε…..

Εύκολα.

Δεν είναι ανάγκη να λέμε τίποτα!
Εγώ κ’εσύ
μ'ένα στόμα
κλειδώνουμε το τώρα.
Ερχονται ξένοι-
υπονομεύουν.
Κόπιασε-σε θέλω!
Που είσαι;
Σε γυρεύω-
Ατόφιο
αληθινό,
με όρθιο το κεφάλι.
Δώρο Θεού-
εσένα φωνάζω
τόσα και τόσα πρωινά!
Τα βράδια
δεν έχω ανάγκη-έχω τα όνειρα-
με φακιδομίτες,σταχτοπούτες,
γελωτοποιούς,κλόουν,
εύκολα!

Φωνή

Περιμένω τη φωνή σου
σαν ψίθυρο στο αυτί.
Τι λιγότερο τι περισσότερο από την αναμονή..
Τσαλακώθηκαν τα φτερά μου
καθώς πετούσα να συναντήσω την επιθυμία σου.
Δεν την βρήκα-
είχε κρυφτεί στους ουρανούς
που δεν φτάνω!
Κρατιέμαι απο τα χαμόγελα μόνο
λίγο πάνω από τη γη-
ίσα ίσα να μην ακουμπώ στα χώματα
έχοντας την αίσθηση της συγκίνησης
που ποτέ δεν ολοκληρώνεται!

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009

Ελπίδα

Παντελεήμονα Θεέ,
σπείρε ακόμα μια φορά
ελπίδα
κόκκινη
στη καρδιά,
λευκή στο νου
μήπως αγάπη εν τέλει
στη μάνα γη δωρίσουμε
που μας γεννά.
Πονάει
ένα γλαρόπουλο από λάδι
στα κύματα
μονάχο-
πέτρα άβαφη
σε χώμα,
πουλημένο τραγούδι
από αετό-
βραχνός άνθρωπος σκυφτός
να περπατάει
πυροβολώντας μαγμοσφαίρες
παντού,
μετά στον ευατό του.

Παντελεήμονα Θεέ,
τη γη που υποφέρει σώσε:
ότι απόμεινε:
εικόνες που με θλίβουν.

Καρδούλα

Σκοτεινοί οι τοίχοι.
Εσύ σ’αυτούς κλεισμένη
όχι επειδή μισείς
του μπαλκονιού το φως.
Εισχωρείς μέσα σου, βοηθάς
ψάχνεις να βρεις τι λείπει
και τι όχι
για να ‘χεις καρδιά κι όχι καρδούλα
να δώσεις το αίμα της..
πριν
ήταν γάλα,
γι'αυτούς που λαχταρούν.
Φρικτή η δοκιμασία
άνιση
με τη ζωή που αποφεύγεις
εσύ η δυνατή..
που όμως δεν είσαι.
Αναρωτιέσαι
πως θα τα καταφέρεις
Μην κλείνεις τα μάτια,
μην ξαπλώνεις στα γαρύφαλλα
του Αγαμέμνονα,
Ορθια
τα τριαντάφυλλα να κοιτάς
έστω από το μισάνοιχτο παράθυρο
του μπαλκονιού.

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

Leading lady

Αυτή η πρωταγωνίστρια
έχει μια έντονη αυτοκαταστροφικότητα.
Ενώ έχει σπάσει το πόδι της
συνεχίζει να χορεύει μέσα στους πόνους.
Δεν το δείχνει,χαμογελάει
και ψιθυρίζει στον πιστό παρτενέρ της
να την σηκώνει από τη μέση,ψηλά πολύ,
ώστε να μην ακουμπάει στο έδαφος,στη σκηνή.
Κινδυνεύει να μείνει με μόνιμο τραυματισμό.
Και νάταν μόνο αυτό!
Εθισμένη στα χάπια
για να μπορεί να κοιμάται τα βράδια,
οι εξετάσεις της αίματος
έδειξαν άθλιες.
Το χέρι της τρέμει ήδη
αλλά επιδέξια το κρύβει.
Άλλωστε όλοι οι ρόλοι της
έχουν να κάνουν με σπαραγμό και δράμα
έτσι το "λίκνισμα" επιτρέπεται.
Κοιτάζεται στον καθρέπτη
λίγο πριν τις παραστάσεις.
Τα δαχτυλά της χώνονται στις ρίζες του κρανίου
ξεριζώνοντας άπειρες χούφτες από τα πλούσια μαλλιά της.
Σκαλίζει με τα νύχια τα μάγουλα
που καταλήγουν με σημάδια.
(ας είναι καλά η πούδρα)
……………………………………..
Εγώ την παρακαλουθώ από μικρή,
ξέρω την πορεία αυτής της χορεύτριας.
Δεν την περιγελώ,ούτε θα πω παραπάνω.
Θέλω απλά,εσείς, μαζί μου να μοιραστείτε την τύχη της.
Δώστε μου έναν επίλογο,αν υπάρχει
σάς παρακαλώ!

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

Κύριε

Εγώ έχω την δικιά μου ποίηση
Κύριε
αυτή που λασπώνει,
βιωματική
έτρεξε
στα χρόνια που πέρασαν,
μες το νερό
κύλησε
διαλύθηκε
πετράδια έγινε
λίθοι
.. και τέτοια..
Σάρκα ομορφιά
έβλεπαν όλοι.
Γυμνωνόμουν
ακόμα πιο πολύ
για να δούνε το μέσα.
Δεν τα κατάφερα
Κύριε
Σβώλος κατάντησα
βράχο
γέννησα
για να πω οτι κάτι έκανα...
Κύριε!

Κύθνος

Δύο τα αλμιρίκια,
τρία τα φώτα
πίσω
κένα κόκκινο,φάρος για τη διέλευση.
Δεν διελαύνει ούτε ελαύνεται κάτι.
Παραμένουμε σε ξύλινες καρέκλες,
μισή οικογένεια,
σκαλίζοντας τα τατοο στα σώματα
να παραστίσουν μορφές που λείπαν.
Ταξιδιώτες σήκωσαν τα χέρια
και από την άλλη πλευρά
εμείς περιμέναμε γελώντας δειλά.
Το ένα χέρι σηκώσαμε γιατί το άλλο
έπαιρνε τα δάκρυα πούχαν βρέξει
μερικές τούφες μαλλιά.

6/8/2009

Αγαπημένε μου,
πάσχω
απο ασθένεια,
τόσο καιρό με βασανίζει
συντρίβομαι
πονάω μέρα τη μέρα.
Λέγεται αποκάλυψη,
για όσα τραβάμε από την ώρα
που γεννηθήκαμε
και προοριστήκαμε να διαβούμε
με μόνο προορισμό τον θάνατο!
Ωρες
η παιδική ηλικία .
Σε συντριβάνια λουζόμαστε
χωρίς τα γύρω να ενοχλούν
μουσκεμένοι με ρούχα
απολαμβάνουμε την ελευθερία.
Εφηβεία
κάτι μήνες
στις τουαλέτες καπνίζαμε κρυφά
κοιτάζαμε κάτω από τις πόρτες
τις σκιές των δασκάλων,
κοπάνες σε καφετέριες
και ο πρώτος έρωτας.
Αγαπημένε μου, πάσχω
από ενηλικίωση.
Μου χάρισε την μητρότητα
να αναλάβω τις ευθύνες ενός νέου ανθρώπου
αλλά και να αντικρύσω τον ευατό μου
από την αρχή.Μεγαλώνω.
Στιγμές
το γήρας-
ανημποριά.
Δεν μπορώ νανέβω τις σκάλες.
Η φωτογραφία στο κάδρο με γυμνά πόδια
απομένει γλυκό χαμόγελο.Πάσχω.
Σε κουνιστή πολυθρόνα
λέω έτοιμοι δεν είμαστε ,ενώ είμαστε.
Αυτός
γελαστός
με την βελουτέ μπέρτα του
σε παραλία βαδίζει
με βότσαλα,
κοντά του μας πάρνει..
Ένα κύμα
ένα ρεύμα εποχιακό,
είναι αρκετό!.
Πιστεύω-
είναι αρκετό!

Ειλικρινά
Δική σου!
Ευγενία.

Οταν συνάντησα την Σύλβια Πλαθ.

Συνάντησα την Σύλβια Πλαθ χειμώνα.Το σπίτι ήταν ζεστό.
Με υποδέχτηκε στην τραπεζαρία,συνήθιζε να κάθεται εκεί σταυροπόδι
όταν δεν έγραφε.Φορούσε μπεζ φόρεμα τα πόδια της λεπτά.Μύριζε λεμόνι.
Δύο αχνές μαύρες γραμμές eyeliner στα βλέφαρά της τόνιζαν
τους ευτυχώς όχι ακόμα καθαρά σχηματισμένους μαύρους κύκλους της.
Ηταν όμορφη!
«Ωραίος καιρός σαν Ανοιξη»μου είπε.Ναι της απάντησα,ενώ αυτή έριξε
το κεφάλι πλάγια κοίταξε προς τα κάτω και αριστερά με παγωμένο χαμόγελο
για δευτερόλεπτα,υπό γωνία έπειτα με κοίταξε ξανά στα μάτια.
«Γράφεις νομίζω»με ρώτησε.Ναι δεν ξέρω..όχι…
Δεν ήταν η ώρα μου ,η δικιά μου ώρα,σκέφτηκα.

Ξεστόμισα είσαι αυτοκαταστροφική,δύο παιδιά έχεις έναν άντρα,τι άλλο θέλεις!
Γέλασε δυνατά μετά από 3 ώρες συζήτησης μαζί μου περί ανέμων και υδάτων
αφήνοντας την κούπα με το τσάι δίπλα στη δική μου.
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι για τα παιδιά,όμως με απορία φώναξε.
«Εναν άντρα;Μόνο για την αναπαραγωγή σένα κλουβί να τον βάλω
και ας μην κελαιδά.Ξέρεις πόσες κοιτάζει;
Θα υπογράψω το διαζύγιο όπου νάναι…επίσης
να σου πω δεν είμαι αυτοκαταστροφική,μην το ξαναπείς»
Δεν έδειχνε σίγουρη για τίποτα από τα δύο.
«Ο πατέρας μου μ’άφησε όταν ήμουν πολύ μικρή ξέρεις…αυτή η έλλειψή του..»
Δεν έδειχνε να τόχει ξεπεράσει.

Το τσηριχτό του παιδιού μας ξεσήκωσε.Τρέξαμε στο δωμάτιο του
το μπουκάλι με το γάλα είχε σφηνωθεί στα κάγκελα μαζί με τα δαχτυλάκια του!
Φορούσε πυτζαμάκι εμπριμέ με ζωάκια ποντικάκια και σκυλάκια ζωγραφισμένα
επάνω.
Καθόταν οκλαδόν με τα ποδαράκια του ανοιχτά ,όπως όλα τα μωράκια,
σε στάση λωτού!
Μουτράκι γλυκό,κλαμμένο σχεδόν αποκοιμήθηκε,όταν εγώ ξεσφήνωσα
το μπουκάλι γεμάτο ακόμα,κέτσι δύο σταγόνες λεκιάσανε το λευκό σεντονάκι
της κούνιας.
Κόκκινες φευγαλέα τις είδα!

Βαδίσαμε στο σαλόνι,βούλιαξε στην πολυθρόνα της,δύο ζάρες
ζωντάνεψαν στον λαιμό της.
«Να σου διαβάσω το ποίημα μου Αυπνος φαλλός;»
Μα…ψέλισα,Aυπνος σκέτο δεν είναι;
«Οχι μην ακούς κανέναν,να το θυμάσαι κανέναν,αυτοί οι εκδότες πετσοκόβουν
Όχι σκέτο ,όχι»

Εβαλε το χέρι της ανάμεσα στα πόδια ,όπως όταν κρυώνουμε ,ένωσε τα γόνατα,
άνοιξε τις γάμπες(όχι πια άλλο σταυροπόδι)και με το άλλο χέρι επιδέξια
τράβηξε το χαρτί από τη γραφομηχανή.
Χωρίς στόμφο η σιγουριά ,σχεδόν ψιθυριστά σαν να μην ήθελε νακούω,
άρχιζε να διαβάζει.
-(Τοκεφάλι του είναι ένας μικρός χώρος από γκρίζους καθρέπτες.
Κάθε χειρονομία δραπετεύει ακαριαία σε ένα σοκάκι
Από συρρικνούμενες προοπτικές και η σημασία του
Στραγγίζεται σαν νερό έξω από την οπή στην άλλη άκρη
Ζει εκτεθειμένος σε ένα ξέσκεπο δωμάτιο.οι γυμνές σχισμές των ματιών του
Πέτρωσαν ορθάνοιχτες
Στο ακατάπαυστο αστραποβόλο πετάρισμα των καταστάσεων)-

Είχε αυτοκτονήσει η Σύλβια Πλαθ όταν εγώ την συνάντησα
κυλώντας λες και φορούσα ροδάκια στα πόδια,σαν Ρωσίδα χορεύτρια,
στο τούνελ του χρόνου με την πλάτη γυρισμένη στο μπροστά
καρφωμένη στο πίσω!

Βασιλόπουλα

Φόβος
φέρνει κι’άλλους φόβους..
πλάτυνε το στομάχι.
Θόρυβος
ακούστηκε.
Δύο τροχοί επιτάχυναν:
διαδρομή για το υπερπέραν.
Στα έπιπλα βάρυνα,
στα ξύλινα κάδρα
στα στοιχεία που δείχνουν
την έσω πλευρά
του σύμπαντος.
Δάκρυα όπως παλιά
γεμίζουν λίμνες
όπου οι βάτραχοι
δεν είναι πρίγκηπες-
πράσινα σχέδια
σαν σε νούφαρα μόνο.
Βασιλόπουλα
είναι του κόσμου οι γιοί-
μόλα τα χρώματα στα μαλλιά,
κιόλα τ’αγκάθια
να πατούν,
για να στεριώσουν στο αύριο.

Θλίψη

Θλίψη γεροντοκόρη,
κανείς δεν σ'έπαιρνε.
Μ'ένα τσιγάρο στο στόμα
τώρα μου χτυπάς τη πόρτα.
Κιεγώ γυμνή σε βλέπω
σε μισώ μα και σε αγαπώ.
Καφέ θα πιούμε
εσύ γλυκό,με 3 κουταλιές ζάχαρη
εγώ πικρό, όπως πάντα.
Μια λίμα λιμάρει τα νύχια μου
και σάλιο μαζί
να λιπαίνει τη γλώσσα.
Τα δώρα σου!
Μπες μέσα ,λογάριασε:
τι έκανα ,τι κάνω ,τι θα κάνω.
Μόνο αυτά που γράφω μην αγγίζεις.
Ναι!
Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω..
να ξέρεις θλίψη,
όταν θα φύγεις
με το πρώτο λεωφορείο!

Απολογία

Σηκώθηκα χαράματα αν και ξενύχτησα,
φυλακισμένη σε σκέψεις.
Τα συνηθισμένα…
με τσιγάρο ,καφέ στο μπάνιο,
οι εικόνες σαν ταινία αμοντάριστες όμως
γίνονται σκέψεις.
Σάυτόν τον χώρο,το κελί της καθαριότητας,
έχω πάρει χιλιάδες αποφάσεις
κέχω ξεχάσει να τις υλοποιήσω ταυτόχρονα.
Έχω διαγράψει χιλιάδες ανθρώπους
και τους έχω ξαναβάλει στη ζωή μου επίσης.
Εχω ζήσει το παρελθόν,οραματισθεί
το μέλλον μέχρι την επόμενη μέρα.το πολύ.
Σκέφτομαι,ούτε κινητό να είχα…
όλα να τα πετάξω στη θάλασσα του Πειραιά
που απέχει μόλις δέκα λεπτά από το σπίτι μου.
Τις ανέσεις τις απόλαυσα από μητέρα και πατέρα,
άνθρωποι της δουλειάς ,της δημιουργίας
είχαν αξίες.
Τώρα αισθάνομαι(εδώ και καιρό μάλλον) τίποτα δεν μου ταιριάζει
από τον επιχρυσομένο κόσμο
της ματαιότητας και της ματαιοδοξίας.
Ένα μηχανάκι παλιό στην αυλή μου υπάρχει
(την μόνη αυλή που έχω κιόχι κολάκων)
αφού αυτό κάνει τη δουλειά του
το καινούργιο δεν μου λέει τίποτα.
Να μπορούσα να ζήσω σε βουνό
μακριά από τα περιττά που τόσο με ενοχλούν.
Δεν το κάνω όμως γιατί θέλω ανθρώπους γύρω μου,
θαύματα δηλαδή,να μου δείξουν την αγάπη.
Μένα φιλί ξεχνάω τα πάντα
και τα ξαναθυμάμαι όταν σταυρώνομαι στη μοναξιά.
Η μοίρα του ανθρώπου όταν γεννιέται, σκέφτομαι,
για να πεθάνει,περνάει ενσαρκώνεται στο κορμί μου.
Την ελευθερία ψάχνω κάθε πρωί.

Θα προλάβω να ταξιδέψω στον κόσμο;

Θα προλάβω να ταξιδέψω στον κόσμο;
Να δω τα πολύτιμα
στις φυλές,
τις διαφορές των ανθρώπων,
τις ιδέες,τον τρόπο τους;
Τα μέρη που σε αυτά ευδοκιμούν παράξενα φυτά,
ζώα σπάνια που σε αυτά κρύβονται;
Πολιτείες μες τον χρυσό την ιστορία,
κράτη με ορυχεία,
χώρες με ρυθμό όπως η Κούβα
που αγάπησα
και αγαπώ;
Τείχη ψηλά απόρθητα φρούρια,
μαγεμένα τοπία
σαν της Σαγκάης;
Γενναιόδωρα πλάσματα ευγενικά
ίσως φτωχά,
μένα χαμόγελο
στην Ινδία;
Θα προλάβω να ταξιδέψω στον κόσμο;
Η αμετακίνητη θα μείνω
στην αυλή μου,
στον κήπο της
κρυμμένους θησαυρούς του”αλχημιστή”
έχει,
τυφλή
εγώ δεν τους βλέπω!

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

Με ακροβάτη

Με ακροβάτη
Δεν λυσσομανούμε στην άκρη της γης,
ούτε φοράμε κελεμπία σε αραβικό χορό
να τέρψουμε την πληθώρα μας.
Δεν παραβιάζουμε τους κανόνες μας
γιατί έτσι επιθυμούμε,
ούτε γνωρίζουμε να ξεμακραίνουμε
κράζοντας τα πλήθη.
Δεν κρατάμε σκυλίσια στα δόντια
την απόδειξη χρέους,
ούτε ανάβουμε τα φώτα.
Δεν στυλιζάρουμε το ποιόν μας
σε κάδρα και ορθοδοξίες ειδότες
εικόνων που άλλοι πιο πριν ζωγράφισαν,
ούτε αναλογιζόμαστε να σταματήσουμε την νεροποντή.
Δεν μισούμε τις καταιγίδες τα απόνερα και την απανεμιά,
ούτε όταν κρυβόμαστε.
Μόνο ακροβατούμε σε τεντωμένο σκοινί
με ακροβάτη
που κάτω δεν έχει το δίχτυ
στου κόσμου τα τσίρκα.

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2009

Κουβάρι

Πού είναι τ'όνειρο που ψάχνω να μη σβήσει
ποτέ;
Χαρτιά γυρεύω να υπογράψω με απελπισία
να το ζωγραφίσω
εκεί,
να τόχω δίπλα μου
σε αράδες η ζωγραφιές
μην φύγει.
Μα έρχεται ο άνεμος η
ο ευατός μου-
το τσαλακώνουν.
Κουβάρι γίνεται..
Πριν προλάβει
ο άνεμος αντίπαλος,
το ρίχνω στα καλάθια!